ἀνδροθνής
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ,
A murderous, φθοραί A.Ag.814.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.
Spanish (DGE)
-ῆτος homicida ψῆφοι A.A.814.