δεκαδάκτυλος
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ον,
A ten fingers long or broad, βάλανος Hp.Morb.3.14, cf.Ath.Mech.16.6. 2 ten-fingered, χεῖρες D.C.47.40.
German (Pape)
[Seite 542] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδάκτῠλος: -ον, δέκα δακτύλων μῆκος ἢ πλάτος ἔχων, βάλανος Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων δέκα δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene diez dedos χεῖρες D.C.47.40.3.
2 de diez dedos de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος IG 13.475.242 (V a.C.), cf. Hp.Morb.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα IG 22.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.