εἰσφαίνω
From LSJ
English (LSJ)
A inform, f.l. in Philomnest. Hist.I.
German (Pape)
[Seite 746] anzeigen, Ath. III, 75 a, zur Erklärung des Wortes συκοφάντης.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, πληροφορῶ, φανερώνω, τοὺς ταῦτα... εἰσφαίνοντας ἐκάλουν... συκοφάντας Φιλόμνηστος παρ’ Ἀθην. 75Α.
Spanish (DGE)
1 tr. declarar ταῦτα Philomnest.1 (var.).
2 intr. lucir, brillar ὅπου λύχνος οὐκ εἰσφέννει (l. -φαίνει) medic. en PAnt.64.18 (pero quizá l. εἰσφέγγει)
•fig. en v. med.-pas. sobresalir, destacar ὁ ἐν Ἰουδαίᾳ εἰσφανεὶς ἀνήρ ὁ σημεῖα καὶ τέρατα πεποιηκώς Hom.Clem.1.15.2.