ἑξάπεδος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A six feet long, Hdt.2.149, IG14.352.1.62 (Halaesa).
German (Pape)
[Seite 870] sechsfüßig, Her. 2, 149.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπεδος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ ποδῶν, Ἡρόδ. 2. 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 62, πρβλ. ἑξάπους ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.
Spanish (DGE)
-ον
de seis pies de largo ἡ ὀργυίη Hdt.2.149, πόθοδος ἑ. ποτὶ τὸ Ἀδρανιεῖον IGDS 196.1.62 (Halesa II a.C.), ἑ. πλευρά Theol.Ar.35.