ἐπανέρχομαι

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανέρχομαι Medium diacritics: ἐπανέρχομαι Low diacritics: επανέρχομαι Capitals: ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epanérchomai Transliteration B: epanerchomai Transliteration C: epanerchomai Beta Code: e)pane/rxomai

English (LSJ)

   A go back, return, ἐκ ποταμοῦ Anacr.23; ἐκ Πειραιέως And. 1.81, cf. Th.4.16; ἐς τὴν Κόρινθον ib.74; θάλασσα-ελθοῦσα ἀπὸ τῆς γῆς Id.3.89; in writing or speaking, go back or return to a point, ἐκεῖσε δὴ' πάνελθε, πῶς . . E.IT256; ἐπί τι X.HG1.7.29; ἐπανελθεῖν ὁπόθεν . . ἐξέβην βούλομαι D.18.211; ἀλλ' ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι ib.66; εἰς τὰ γράμματα ταῦτα ἐπανελθεῖν refer to .., Id.28.5.    b recur, of intermittent fevers, etc., Gal.7.412, 16.711.    2 c. acc. rei, return to, recapitulate, Pl.Ti.17b, X.Oec.6.2, Ages.11.1.    II go up, ascend, εἰς ὄρη Id.HG4.8.35; δοκέει . . ἐνθεῦτεν γεωμετρίη . . ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν to have gone up, passed over, Hdt.2.109.    2 rise up (cf. ἐπάνειμι 11), Hp.VC17.

German (Pape)

[Seite 902] (s. ἔρχομαι), wieder hinauf-, hinangehen, landeinwärts u. ä., εἰς τὰ ὄρη Xen. Hell. 4, 8, 35; so Her. 2, 109 δοκέει μοι ἐνθεῦτεν γεωμετρίη εὑρεθεῖσα ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν, aus Aegypten nach Griechenland hingekommen. – Gew. zurückkehren, Eur. I. T. 256; εἰς τὴν Κόρινθον Thuc. 4, 74; οἴκαδε Plat. Legg. XI, 925 c, Xen. u. A.; in der Rede auf Etwas zurückkommen, ὅθεν ἀπελίπομεν, ἐπανέλθωμεν Plat. Phaed. 78 a; ὁπόθεν ἐς ταῦτ' ἐξέβην Dem. 18, 211; ἐπ' αὐτὰ τὰ πράγματα Xen. Hell. 1, 7, 29; wieder durchgehen, Plat. Tim. 19 b; αὐτά 17 b; τὴν ἀρετήν Xen. Ages. 11, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι (ἀλλ’ ἴδε ἐπάνειμι): Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀνακρ. 20· ἐκ Πειραιέως Ἀνδοκ. 11. 14, πρβλ. Θουκ. 4. 16, 74, κτλ., ἐν τῷ γραπτῷ ἢ προφορικῷ λόγῳ, ἐπανέρχομαι εἴς τι σημεῖον τοῦ λόγου ἢ ἐκεῖ ὁπόθεν ἐξέβην τοῦ λόγου, ἐκεῖσε δὴ ’πάνελθε, ποῦ νιν εἴλετε Εὐρ. Ι. Τ. 256· ἐπί τι Ξεν. Ἑλλην. 1. 7, 31· ἐπανελθεῖν ὁπόθεν... ἐξέβην βούλομαι Δημ. 298. 12· ἀλλ᾿ ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι ὁ αὐτὸς 246. 27· εἰς τὰ γράμματα ταῦτα ἐπανελθεῖν ὁ αὐτὸς 837. 14, 2) μετ᾿ αἰτ. πράγμ., ἐπανέρχομαι εἴς τι, συγκεφαλαιῶ, Πλάτ. Τίμ. 17Β, Ξεν. Οἰκ. 6, 2, Ἀγησ. 11. 1. ΙΙ. ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω, εἰς ὄρη ὁ αὐτὸς ἐν τοῖς Ἑλλην. 4. 8, 35· δοκέει... ἐνθεῦτεν γεωμετρίη... ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν, ἀνελθεῖν, μεταβῆναι, Ἡρόδ. 2. 109.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπανελεύσομαι, ao.2 ἐπανῆλθον;
I. (ἀνά en haut) monter vers ; en gén. passer d’un lieu dans un autre, avec εἰς et l’acc.;
II. (ἀνά en arrière) revenir, retourner : ἐπανελθεῖν ὁπόθεν ἐξέβην βούλομαι DÉM je veux revenir au point d’où je me suis écarté ; parcourir de nouveau, récapituler, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀνέρχομαι.

English (Strong)

from ἐπί and ἀνέρχομαι; to come up on, i.e. return: come again, return.

English (Thayer)

2nd aorist ἐπανηλθον; to return, come back again: Herodotus; frequent in Attic writings.)