τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
[Seite 1025] τό, = ἔρυγμα, bei Greg. Naz. Speisen, die Aufstoßen verursachen.
ἔρευγμα: τό, = ἔρυγμα: ἐν τῷ πληθ., ἐρεύγματα, πολυτελῆ ἐδέσματα, Γρηγόρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 166.