εὑρίσκω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
impf. ηὕρισκον or εὕρ- S.OT68, etc.: fut.
A εὑρήσω h.Merc. 302, Th.7.67, etc.: aor. 2 εὗρον Il.1.498, etc., later ηὗρον or εὗρον E. Med.553, etc.; 3pl. εὕροσαν LXX De.31.17, BGU1201.16 (i A.D.); imper. εὑρέ Hdn.Gr.2.23; Ep. inf. εὑρέμεναι Od.12.393: later aor. 1 εὕρησα Man.5.137; εὗρα v.l. in Ev.Luc.8.35, Act.Ap.5.10, (ἐν-) PGen.3.19 (ii A.D.): pf. εὕρηκα S.OT546, etc., pf. imper. 2sg. εὕρηκε Nausicr.1 D.:—Med., fut. εὑρήσομαι Hdt.9.6, Lys.13.9, etc.: aor. 2 εὑρόμην Hom., Att. ηὑρ- or εὑρ- A.Pr.269, Th.1.58, etc.: aor.1 εὑράμην Hes.Fr.116.3 (testes omnes), Str.12.34.4, Iamb.VP35.255, AP9.29 (Antiphil.), Epigr. ap. Paus.6.20.14, Ep.Hebr.9.12, IG3.900 (ii A.D.):—Pass., fut. εὑρεθήσομαι S.OT108, E.IA1105, Isoc.9.41: aor. 1 ηὑρέθην or εὑρέθην S.Aj.1135, etc.: pf. ηὕρημαι or εὕρ- A.Pers.743 (troch), etc.—Hom. has only aor. Act.and Med., exc. ἔθ' εὑρίσκω (v.l. ἐφευρίσκω) Od.19.158. (Earlier Att. Inscrr. have ηὑρέθην, ηὕρημαι, as IG22.1636.32, al., Epigr.Gr.35 (iv B.C.): εὑρέθην SIG679.80 (Magn. Mae., ii B.C.): the augm. is seldom found in Papyri, ηὕρισκεν PPetr. 3p.101 (iii B. C.); never in those of Men. or Phld.):—find, εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il.1.498, etc.; εὕρημα εὑ., v. εὕρημα. 2 c. part., find that... εὕρισκε Λακεδαιμονίους . . προέχοντας Hdt.1.56, cf. 1.5:—and in Pass., ἤν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν S.Tr.411, cf. OT839, OC946: with part. omitted, ὅταν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς (sc. ὄντας) Id.Ph.452; εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (sc. ὄντα) Th.5.26; θῆλυς εὕρημαι (sc. ὤν) S.Tr.1075; ἄνους ηὑρέθη Id.Aj.763. 3 c. inf., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι . . found that the thing for him was... Hdt.1.79:—Med., εὑρίσκεται (sed leg. εὕρισκέ τε) ταῦτα καιριώτατα εἶναι ib.125:—Act., also, find means, be able, οὐχ εὑρίσκει χρήσασθαι Arr.Epict.2.12.2. 4 εὑ. ὅπως . . to find by what means... Th.7.67:—Med., c.inf., find out or discover how to... ηὕρετο . . παύειν E.Med.196 (anap.). 5 Pass., εὑρέθη ὅτι . . it was found that... LXX 1 Es.2.22(26). 6 befall, of evils, τινα ib.Ge.44.34, De.31.17. II find out, discover, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12.393; οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι 4.374, cf. Il.7.31; εὑ. ὁδόν Pi.P.10.29; ἐξ ἀμηχάνων πόρον A.Pr.59; μηχανὴν σωτηρίας Id.Th. 209; πημάτων ἄρηξιν S.El.875; τινα ἐμοῦ βελτίονα Ar.Pl.104, etc.: abs., εὕρηκα Archim. ap. Plu.2.1094c:—Med., εὕρετο τέκμωρ Il.16.472; ὄνομ' εὕρεο think of a name to give him, Od.19.403; εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν . . εὑροίμην 9.422. 2 c. inf., get a chance of, be able, ἵνα εὕρωμεν ἐπιστολὴν γράψαι BGU822.28 (ii/iii A.D.), cf. 17,20, PGrenf.1.64.3 (vi A.D.), etc. III devise, invent, ὀχήματα A.Pr. 468, etc.; πρόφασιν Antipho 5.65:—Med., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται deeds make themselves words, S.El.625. IV get, gain, ἀρετάν, δόξαν, Pi.O.7.89, P.2.64; τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους S.Fr.88; ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον Id.Tr.284, cf. E.Med. 1107 (anap.); δεινὰ δ' εὑροῦσαν πρὸς αὐθαίμων πάθη S.OC1078 (lyr.); ἀφ' ὧν ὄνασιν εὕρωσι Id.El.1061; μέγ' εὑρεῖν κέρδος ib.1305; εὑ. σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Pl.Prt.321c; εὑ. μητρὶ φόνον bring about murder, E.El.650: abs., acquire wealth, LXX Le.25.47:—Med., find or get for oneself, bring on oneself, οἷ . . αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο Od.21.304 (so in Act., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ 24.462); αὐτὸς ηὑρόμην πόνους A.Pr.269; μοῖραν ηὕρετ' ἀσφαλῆ Id.Ag.1588, cf. Th.880 (lyr.): so in pf. Pass., μέγα πένθος ηὕρηται S.Aj.615 (lyr.); εὑρήσεται τιμωρίην will get for himself, obtain, Hdt.3.148, cf.9.26; ἀλεωρήν Id.9.6; κλέος Pi.P.3.111; ἄδειαν εὑρόμενος And.1.15; ἀτέλειαν D.20.1; εὑρίσκεσθαι ὠφελίαν ἀπό τινος Th.1.31; τι παρά τινος IG12.108.47, Lys.13.9; εὑ. παρά τινος c. inf., procure from him that... Hdt.9.28; δεηθέντες οὐκ ἐδύναντο εὑρέσθαι Lys.14.20. V esp. of merchandise, etc., fetch, earn money, εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον having fetched a large sum, Hdt. 1.196; ηὗρε πλέον ἢ ἐνενήκοντα τάλαντα X.HG3.4.24, cf. Vect.4.40; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (sc. δραχμάς) Is.8.35; ἐγδίδομεν . . τοὺς θριγκοὺς . . ὅτι ἂν εὕρωσιν for what they will fetch, IG7.3073.7 (Lebad.); ἐρωτᾶν τί εὑρίσκει what it will fetch, Thphr.Char.15.4. 2 of the sum or bid which secures an article or contract, οἰκέτην . . ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος sells for what he will fetch, X.Mem.2.5.5; τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος ἀπεδίδοτο Aeschin.1.96, cf. SIG966.37 (Attica, iv B.C.), 581.99 (Rhodes-Hierapytna, ii B.C.); ἐκτιθέτωσαν τὸ εὑρίσκον ἐφ' ἡμέρας δέκα the highest or winning bid, PRev.Laws48.16 (iii B.C.), cf. UPZ112vi9 (iii B.C.); προσέβαλον αὐτῷ τοῦ εὑρίσκοντος ἀνὰ [x] ἱερεῖα [x] I have placed at his disposal [x] pigs at the current price of [x], PCair.Zen.161.5 (iii B.C.), cf. UPZ114(1).24 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1093] fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. εὗρον (εὑρέ, εὑρεῖν, bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέθην, fut. p. εὑρεθήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; εὑρετέος, Thuc. 3, 45, wie εὑρετός, Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 (App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – finden, – a) zufällig finden, antreffen, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίωνα ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους θανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; εὕρημα οὐκ οἶσθ' οἷον εὕρηκας τόδε Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς θεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῦσα εὑρέθη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, ausfindigmachen, bes. auch geistig, ersinnen, entdecken, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12, 392; eben so τέκμωρ, einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; πόθεν δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχθρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; φάρμακον Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάθηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐθέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; κλέος εὑρέσθαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ ταῦτα πάντα σοῦ θανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο πᾶν ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσθαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαθόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; οὔτε μακρὸν οὔτε μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀθηναίῳ γίγνεσθαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῦ δήμου τῶν Αθ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. ὅκως εὑροῦσα πολλὸν (ἀργύριον) πρηθείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. ὅταν τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ ἀργύριον εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρίσκω: παρατ. ηὕρισκον ἢ εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68, Φιλ. 283, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ., κλ.: μέλλ. εὑρήσω Ὁμ. Ὕμν., Ἀττ.: ἀόρ. β΄ εὗρον Ὅμηρ., κλ.· Ἀττ. ηὗρον ἢ εὗρον Εὐρ. Μήδ. 553, κτλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. εὑρέμεναι Ὅμ.: ἀόρ. α΄ εὕρησα παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Μανέθωνι 5. 137: πρκμ. εὕρηκα Σοφ., κλ.: - Μέσ.: μέλλ. εὑρήσομαι Ἡρόδ. 9. 6. Λυσ., κλ.: ἀόριστ. β΄ εὑρόμην Ὅμηρ, Ἀττικ., ηὑρόμην ἢ εὑρόμην Ἀσχύλ. Πρ. 267. Θουκυδίδ. 1. 58: ἀόριστος α΄ εὑράμην Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 3 Gaisf., Διονύσ. Ἁλ. 13. 11, Ἀνθ. Π. 9. 29, παράρτημ. 274, πρβλ. Wolf. Λεπτ. σ. 216: - Παθ.: μέλλ. εὑρεθήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 108, Εὐρ. Ι. Α. 1105, Ἰσοκρ. 196Ε: ἀλλ. ὡσαύτως μέσ. (μετὰ παθ. σημασ.) εὑρήσομαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22: ἀόρ. εὑρέθην Σοφ. Αἴ. 1135, Ἀριστοφ. Θεσμ. 521, Θουκ. 6. 31: πρκμ. ηὕρημαι ἢ εὕρημαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 743, Σοφ. Τρ. 1075, Εὐρ., κλ. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ μέσον ἀόρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 158, ἔνθα: ἔθ’ εὑρίσκω εἶναι πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐφευρίσκω καὶ εἰσήχθη ἤδη εἰς τὰς ἀρίστας ἐκδόσεις τοῦ Ὁμήρου)· ὁ μέλλων εὕρηται: ἐν. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 202. Οἱ μετ’ αὐξήσεως τύποι διὰ τοῦ ηὑ- προτιμῶνται ὑπὸ Ἐλμσλ., Βεκκήρου καὶ Δινδορφίου ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἴδε Veitch Ἑλληνικὰ Ρήματα ἐν λέξει. Εὑρίσκω· εὗρεν δ’ εὐρύοπα Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Ἰλ. Α. 498, κτλ.· εὕρημα εὑρίσκειν, ἴδε ἐν λ. εὕρημα. 2) μετὰ μετοχ., εὑρίσκω ὅτι.., εὕρισκε Λακεδαιμονίους... προέχοντας Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. 1. 5· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἢν εὑρεθῇς δίκαιος ὤν Σοφ. Τρ. 411, πρβλ. Ο. Τ. 839, Ο. Κ. 946: - ἡ μετοχὴ ἐνίοτε παραλείπεται: εὑρίσκειν θεοὺς κακοὺς (ἐξυπ. ὄντας) ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 452· εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (ἐξυπ. ὄντα) Θουκ. 5. 26· θῆλυς εὕρημαι (δήλ. ὢν) Σοφ. Τρ, 1075· ἄνους εὑρέθη ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 763. 3) μετ’ ἀπαρ., βουλευόμενος (ὁ Κῦρος) εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι ἐλαύνειν... ἐπὶ τᾶς Σάρδις, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ κάμῃ ἦτο νὰ ἐλάσῃ κατὰ τῶν Σάρδεων, Ἡρόδ. 1, 79· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, εὑρίσκεται (εὕρισκὲ τε Schäf) ταῦτα καιριώτατα εἶναι αὐτόθι 125. 4) εὑρ. ὅπως…, εὑρίσκω διὰ τίνων μέσων…, Θουκ. 7. 67: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, μετ’ ἀπαρ., ἀνευρίσκω, ἀνακαλύπτω πῶς νὰ..., ηὕρετο... παύειν Εὐρ. Μήδ. 196. ΙΙ. ἀνευρίσκω, ἀνακαλύπτω, οὐδὲ τί μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Ὀδ. Μ. 393· οὐδὲ τί τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι Δ. 374, πρβλ. Ἰλ. Η. 30, Ι. 48· εὑρ. ὁδὸν Πινδ. Π. 10. 49· ἐξ ἀμηχάνων πόρους Αἰσχύλ. Πρ. 59· μηχανὴν σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 209· πημάτων ἄρηξιν Σοφ. Ἠλ. 875. τινὰ ἐμοῦ βελτίονα Ἀριστοφ. Πλ. 104, κτλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσ., εὕρετο τέκμωρ Ἰλ. Π. 472· Αὐτόλυκ’, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ, σὺ αὐτὸς φρόντισον νῦν νὰ εὕρῃς τί ὄνομα θὰ βάλῃς εἰς τὸν ἀγαπητὸν παῖδα τῆς θυγατρός σου, Ὀδ. Τ. 403· εἴ τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν... εὑροίμην Ι. 421. ΙΙΙ. ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 468, κτλ.· πρόφασιν Ἀντιφῶν 9. - Μέσ., τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τὰ ἔργα γίνονται λόγοι, δηλ, ὁμιλοῦσιν ὑπὲρ ἑαυτῶν, Σοφ. Ἠλ. 625. IV. εὑρίσκω, κτῶμαι, ἀρετάν, δόξαν Πινδ. Ο. 7. 163, Π. 2. 716· φίλους Σοφ. Ἀποσπ. 109 ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 284, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1107· δεινά δ’ εὑρουσᾶν πρὸς αὐθαίμων πάθη Σοφ. Ο. Κ. 1078· ἀφ’ ὧν ὄνασιν εὕρωσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1061· εὑρ. τινί τι, Πλάτ. Πρωτ. 321D· εὑρίσκεις δὲ μητρὶ πῶς φόνον; τί σχέδιον ἔχεις διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός σου; Εὐρ. Ἠλ. 650. - Μέσ., εὑρίσκω ἢ ἐπιφέρω εἰς ἐμαυτόν, κακὸν εὑρετο Ὀδ. Φ. 304· (οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ Ω. 262)· αὐτὸς εὑρόμην πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 267· μοῖραν εὕρετ’ ἀσφαλῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1588, πρβλ. Θήβ. 879· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., μέγα πένθος εὕρηται Σοφ. Αἴ. 615· εὑρήσεται τιμωρίην Ἡρόδ. 3. 148, πρβλ. 9. 6, 26, κτλ.· κλέος, τιμὰν Πινδ. Π. 3. 196, κτλ.· ἄδειαν εὑρέσθαι Ἀνδοκ. 3. 14· ἀτέλειαν Δημ. 457. 9· εὑρίσκεσθαι ὠφέλειαν ἀπό τινος Θουκ. 1. 31· τι παρά τινος Λυσ. 130. 31· εὑρ. παρά τινος, μετ’ ἀπαρ., ἐπιτυγχάνω παρά τινος νὰ..., Ἡρόδ. 9. 28· εὑρ. δεηθέντες Λυσ. 141. 25. V. ἰδίως ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., εὑρίσκω τιμήν, μετὰ δέ, ὅκως αὕτη εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον πρηθείη, ἄλλην ἀνεκήρυσσε, μετὰ δέ, ὅτε αὕτη εὑροῦσα καλὴν τιμὴν ἐπωλεῖτο, ἄλλην ἀνεκήρυττεν, ὁ κήρυξ, Ἡρόδ. 1. 196· εὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 24, πρβλ. Πόρους 4. 40· οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (ἐξυπ. δραχμὰς) Ἰσαῖος 72. 39· ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῇ καὶ ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος, ὅταν τις πωλῇ κακὸν δοῦλον καὶ τὸν δίδῃ εἰς τὴν τυχοῦσαν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5· οὕτω, τοῦ εὑρίσκοντος Αἰσχίν. 13, 41· καὶ πωλῶν τι μὴ λέγειν τοῖς ὠνουμένοις, πόσου ἂν ἀποδοῖτο, ἀλλ’ ἐρωτᾶν, τί εὑρίσκει, τί τιμὴν νομίζεις θὰ εὕρῃ, τί τιμὴν νομίζεις θὰ πιάσῃ, Θεοφρ. Χαρακτ. 15, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.
French (Bailly abrégé)
impf. ηὕρισκον, f. εὑρήσω, ao.2 ηὗρον, pf. ηὕρηκα;
Pass. f. εὑρεθήσομαι, ao. ηὑρέθην, pf. ηὕρημαι;
trouver, càd :
I. rencontrer, trouver par hasard;
II. trouver en cherchant :
1 découvrir : εὗρεν Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων IL elle trouva le fils de Cronos assis à l’écart loin des autres;
2 imaginer, inventer;
3 trouver après réflexion, reconnaître après examen : ἢν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν SOPH s’il est reconnu que tu n’as pas été juste ; ἄνους ηὑρέθη SOPH on a reconnu qu’il avait perdu la raison ; avec une prop. inf., avec ὅπως ou ὥστε, reconnaître que, juger que;
4 trouver, rencontrer, obtenir en b. et en mauv. part : εὑρ. δεινὰ πρὸς αὐθαίμων πάθη SOPH recevoir un traitement cruel de ceux qui (nous) sont liés par le sang ; εὑρεῖν πολλὸν χρυσίον HDT trouver un bon prix, litt. une grosse somme d’or (d’un objet qu’on vend) ; ἀποδίδοσθαι τοῦ εὑρόντος XÉN vendre pour le prix qu’on trouve, à tout prix;
Moy. εὑρίσκομαι (f. εὑρήσομαι, ao.2 εὑρόμην, postér. ao. εὑράμην ou ηὑράμην, pf. εὕρημαι);
1 trouver, rencontrer : τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται SOPH litt. tes actions rencontrent mes paroles, ta conduite (envers moi) provoque mes paroles, explique mon langage;
2 trouver, découvrir : τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν OD un moyen de sauver de la mort ses compagnons;
3 se procurer à soi-même : κακόν OD être cause pour soi-même d’un mal ; ὠφέλειαν ἀπό τινος THC obtenir assistance de qqn ; εὑρ. παρά τινος avec un inf. HDT obtenir de qqn que, etc.
Étymologie: DELG pas d’étym. certaine.
English (Autenrieth)
aor. 2 εὗρον, mid. pres. imp. εὕρεο, aor. ind. εὕρετο: find, find out, discover, mid., for oneself; of ‘thinking up’ a name for a child, Od. 19.403; ‘bringing (trouble) on oneself,’ Od. 21.304.
English (Slater)
εὑρίσκω (εὑρίσκει, -οντι; -ίσκων: fut. εὑρήσεις, -ει: aor. εὗρε(ν), -ον; εὕροις; εὑρέτω; εὑρών, -όντος, -όντι, -όντα, -όντεσσιν; εὑροῖς(α); εὑρεῖν, εὑρέμεν. med. impf. εὑρίσκοντο: aor. εὕρετο; εὕρηται; εὑρόμενον; εὑρέσθαι.)
a in general find ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων (O. 1.110) Μοῖσα παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον φωνὰν ἐναρμόξαι (O. 3.4) τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν (O. 7.25) ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα (O. 7.89) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν (O. 12.8) ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (O. 13.74) καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ' εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον ἢ ὡς ἰδέμεν (O. 13.113) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.50) εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων (P. 4.299) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.29) κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.86) καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (N. 6.54) χρή νιν (= ἀρετὰν) εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43) πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ (I. 6.33) εὑρίσκει fr. 6a. 1. εὗρεν fr. 44. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανο[ν εὑ]ρέμεν (Pae. 6.53) θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ ἐλάφῳ (sc. κύων) *fr. 107a. 5* νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 2. ]εὗρε βίῳ[ ?fr. 344. 4. med., find for oneself, compose, με τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14. followed by part., τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἷσαν τυραννίδων (P. 11.52)
b invent ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον (O. 13.17) εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (P. 12.22) (βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 1.
c med. win ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν (P. 1.48) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω (P. 3.111) φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις (P. 4.187) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (Hermann: εὕρηται τις codd.: sc. τὰ καλὰ ἔργα) (N. 7.16) οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο fr. 226.
d frag. ]σις ἀνανύτοις εὗρεν[ Πα. 13b. 7.
English (Abbott-Smith)
εὑρίσκω, [in LXX chiefly for מצא, also for נשׂג hi., etc.;]
to find, with or without previous search: absol., opp. to ζητέω, Mt 7:7, 8 Lk 11:9, 10; c. acc., Mt 2:8, Mk 1:37, Ac 13:22, II Ti 1:17, al.; pass., οὐχ εὑ., of disappearance, He 11:5, Re 16:20, al.; γῆ κ. τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα εὑρεθήσεται (for conjectures as to the meaning of this reading, v. Mayor, ICC, in l.),II Pe 3:10, WH, R, mg. Metaph., to find, find out by inquiry, learn, discover: Lk 19:48, Ac 4:21; αἰτίαν, Jo 18:38, Ac 13:28, al.; pass., Mt 1:18, Lk 17:18, Ro 7:10, I Co 4:2, Ga 2:17, I Pe 1:7, Re 5:4, al.; of attaining to the knowledge of God, εὑ. θεόν, Ac 17:27; pass., Ro 10:20 (LXX). Mid., to find for oneself, gain, procure, obtain: c. acc. rei, λύτρωσιν, He 9:12; act. in same sense (so cl. poets, but not in Attic prose), Mt 10:39 11:29, Lk 1:30, Ac 7:46, II Ti 1:18, al. (cf. ἀν-ευρίσκω).
English (Strong)
a prolonged form of a primary heuro, which (together with another cognate form) heureo is used for it in all the tenses except the present and imperfect; to find (literally or figuratively): find, get, obtain, perceive, see.
English (Thayer)
imperfect εὕρισκον (R G T); R G T); Tr WH)) and more rarely ηὕρισκον (cf. Kühner, § 343, i. 825f (especially Veitch, under the word at the end) and references under εὐδοκέω); future εὑρήσω; perfect εὕρηκα; 1st aorist ἑύρησα (which aorist, unknown to the earlier Greeks, occurs in Aesop fab. 131 (f. 41edition Furia, p. 333edition Cor.); Manetho, 5,137 and in Byzantine writings; cf. Lob. ad Phryn., p. 721; Winer s Grammar, 86 (82); (cf. Buttmann, 36 (31))), 2nd aorist εὗρον, 1st person plural in Alex. form L WH s Appendix, p. 164; Buttmann, 39 (34); Winer s Grammar, § 13,1 (see ἀπέρχομαι)) εὕραμεν, T Tr WH, 3rd person plural εὗραν, Tr WH; Tr (in the Sept. often εὕροσαν); passive, present ἑυρίσκομαι; imperfect 3rd person singular εὑρίσκετο, R G, ηὑρίσκετο L T Tr WH (cf. Bleek and Delitzsch at the passage (Veitch, as above)); 1st aorist εὑρέθην; future εὑρεθήσομαι; 2nd aorist middle ἑυρομην and later εὑράμην (Sept. numberless times for מָצָא, sometimes for הִשִּׂיג to attain to, and for Chaldean שְׁכַח; (from Homer down); to find; i. e.
1. properly, to come upon, hit upon, to meet with;
a. after searching, to find a thing sought: absolutely, opposed to ζητεῖν, ζητεῖ καί εὑρήσεις, Epictetus diss. 4,1, 51); τινα, οὐχ εὑρίσκετο, he had vanished, πέραν with the genitive ἐν with the dative εὑρέθη εἰς, εἰς, C. 2); with the accusative of the thing, , etc.; followed by indirect discourse, οὐχ εὑρέθησαν, had disappeared, ἐν with the dative of place, τινα or τί ζητεῖν καί οὐχ εὑρίσκειν: Ald.; Complutensian; γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα εὑρεθήσεται shall be found namely, for destruction, i. e. will be unable to hide themselves from the doom decreed them by God, Tr WH, after the strange but improbable reading of manuscripts א B and other authorities; (see WH. Introductory § 365 and Appendix at the passage).
b. without previous search, to find (by chance), to fall in with: τινα, ἐν with the dative of place, τί, ἐν, with the dative of place, εὑρίσκω τινα or τί with a predicate accusative is used of those who come or return to a place, the predicate participle or adjective describing the state or condition in which the person or thing met with is found, or the action which one is found engaged in: with an adjective, Buttmann, 301 (258)), καθώς, ὄντα must be supplied, Winer s Grammar, § 45,6b.; Buttmann, 304 (261)).
2. tropically, "to find by inquiry, thought, examination, scrutiny, observation, hearing; to find out by practice and experience," i. e. to see, learn, discover, understand: κατηγορίαν, T Tr text WH κατηγορεῖν); τινα followed by participle in the predicate, ὅτι, πειράζειν), τινα (τί) with a predicate adjective (participle), αἰτίαν θανάτου, αἰτίαν, κακόν, ἀδίκημα ἐν τίνι, τό τί ποιήσωσι, τό πῶς κολάσωνται αὐτούς, ἑυρίσκομαι to be found, i. e. to be seen, be present: נִמְצָא to be discovered, recognized, detected, to show oneself out, of one's character or state as found out by others (men, God, or both) (cf. Winer's Grammar, § 65,8): εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα, ἵνα εὑρεθῶσι καθώς καί ἡμεῖς, εὑρέθη μοι ἡ ἐντολή εἰς θάνατον namely, οὖσα, the commandment, as I found by experience, brought death to me, τίνι, the dative of the person taking cognizance and judging (Winer s Grammar, § 31,10; Buttmann, 187 (162)), Buttmann, the passage cited and § 133,14; Winer's Grammar, § 31,4a.); ἵνα εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ i. e. ἐν Χριστῷ, namely, ὤν, σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, Josephus, b. j. 3,6, 1; so the Latin incenior, Cicero, de amic. 19,70; reperior, Tuscul. i. 39,94). εὑρίσκειν Θεόν (opposed to ζητεῖν αὐτόν, see ζητέω, 1c. (cf. ἐκζητέω, a.)), to get knowledge of, come to know, God, εὑρίσκεται (ὁ Θεός) τίνι, discloses the knowledge of himself to one, Philo, monarch. i. § 5; Origen contra Celsus 7,42). On the other hand, in the O. T. εὑρίσκεται ὁ Θεός is used of God heaving prayer, granting aid implored (εὑρέθην (L and Tr in brackets WH marginal reading add ἐν) τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσι, I granted the knowledge and deliverance of the gospel.
3. Middle, as in Greek writings, to find for oneself, to acquire, get, obtain, procure: λύτρωσιν, Buttmann, 193 (167); Winer's Grammar, 18; 33 (32) n.): τήν ψυχήν, ἀνάπαυσιν, (ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν, μετανοίας τόπον, place for recalling the decision, changing the mind (of his father), Winer's Grammar, 147 (139)); σκήνωμα τῷ Θεῷ, opportunity of building a house for God, χάριν εὕρωμεν, grace, favor, χάριν παρά τῷ Θεῷ, ἐνώπιον, τοῦ Θεοῦ, ἔλεος παρά κυρίου, בֲּעֵינֵי חֵן מָצָא, ἀνευρίσκω.)