[ῑθ], ἡ, Ion. for εὐθυωρία,
A direction, straightness, of a limb, etc., Hp.Off.15 (pl.), Fract.30, al.
ἰθυωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐθυωρία, ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ θέσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.