καλλίπωλος
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
ον,
A with beautiful steeds, Pi.O.14.1.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.
English (Slater)
καλλῐπωλος, -ον
1 with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)