κηρός
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ὁ,
A bees-wax, Od.12.48, Theoc.1.27, etc.; honeycomb, Id.20.27; εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d; used as a cosmetic, Philostr. Ep.22; in encaustic painting, IG42 (1).102.272 (Epid., iv B.C.), 14.1320; for writing tablets, POxy.736.16 (i A.D.), etc.: hence λόγους εἰς γραμμάτιον καὶ κηρὸν ἐρχομένους Lib.Ep.886.1. 2 sealing-wax, Luc.Alex.21. 3 κ. Τυρρηνικός white wax used in medicine, Gal.13.411, Dsc.1.70. II pl.κηροί wax tapers, Hld.9.11. (Panhellenic η, IG42.l.c., Theoc.Il.cc., cf. κήρινος, κηρόδετος, κηροχυτέω; Lat. cera.)
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachs; Od. 12, 48. 173; εὐπλαστότερον κηροῦ Plat. Rep. IX, 588 d; Folgende. Im plur. Wachskerzen, Heliod. 9, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κηρός: ὁ, τὸ κηρίον τῶν μελισσῶν, Ὀδ. Μ. 48, 173, 175, κτλ.· εὐπλαστότερος κηροῦ Πλάτ. Πολ. 588D· ἐν χρήσει ὡς κοσμητικόν, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22, πρβλ. Ὀβιδ. Ars Am. 3. 199· εἰς ἐγκαυστικὴν ζωγραφίαν, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 673. 2., 722. 3, πρβλ. κηρογραφία. ΙΙ. πληθ. κηροί, λαμπάδες ἐκ κηροῦ, Λατ. cerei, Ἡλιόδ. 9. 11. (Ἐντεῦθεν κηρίον· πρβλ. Λατ. cera, Λιθ. kóris (favus).)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cire.
Étymologie: cf. lat. cera.
English (Autenrieth)
wax. (Od.)
English (Slater)
κηρός
1 wax ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 10.