κεφαλίτης
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
[ῑ] λίθος
A corner-stone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1428] λίθος, ὁ, der Eckstein, Hesych.; vgl. Lob. zu Phryn. 700.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλίτης: λίθος, γωνιαῖος λίθος, Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ.