κωλυσιεργία
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
German (Pape)
[Seite 1543] ἡ, Hinderung der Arbeit, Störung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσιεργία: ἡ, τὸ κωλυσιεργεῖν, παῦσις, διακοπὴ ἔργου, μνημονεύεται ἐκ τῆς Εὐδοξίας.