λιβανομάννα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A = μάννα λιβανωτοῦ, Orph.H.20 tit.
German (Pape)
[Seite 42] ἡ, Weihrauchmanna, Orph. H. 19, in der Ueberschrift. Vgl. μάννα.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνομάννα: ἡ, = μάννα λιβανωτοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.