λαβή

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβἡ Medium diacritics: λαβή Low diacritics: λαβή Capitals: ΛΑΒΗ
Transliteration A: labḗ Transliteration B: labē Transliteration C: lavi Beta Code: labh(

English (LSJ)

ἡ, (λαβεῖν)

   A handle, haft, λάβαν τὼ ξίφεος Alc.33.2, cf. D.27.20, etc.; λαβαὶ ἀμφίστομοι, of a cup, S.OC473, cf.Ar.Pax1258.    II as a pugilistic term, grip, hold, βελτίων οὐκ ἔστιν ἐν μάχαις λ. πώγωνος Alexander Magnusap.Plu.2.18ob, cf. Plu.Thes.5; ὥσπερ ἀθλητὴς λ. ζητεῖν Id.Fab.5: metaph., τὰς λ. τοῦ φαρμάκου Gal.11.426.    III metaph., handle, occasion, μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', ἐπειδή σοι λ. δέδωκεν Ar.Eq.841; λ. γὰρ ἐνδέδωκας ib.847, cf. Lys.671, D. Prooem.2; ὡς ἅπαξ παρέδωκεν λ. Ar.Nu.551; ὥσπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λ. πάρεχε Pl.R.544b; ὁ λόγος ἡμῖν οἷον λ. ἀποδίδωσιν Id.Lg. 682e; λ. παραδιδόναι εἰς ἔλεγχον Plu.Cic.20; εἰλημμένος ἣν προσήκει λ. ὑπὸ φιλοσοφίας Id.2.78b; εἰλήμμεθα λαβὴν ἄφυκτον Nicoch. 3 D.: so in pl., τὰς ὁμοίας . . λ. λαβεῖν A.Ch.498; εἰς τὰς ὁμοίας λ. ἐλήλυθας Pl.Phdr.236b; τὰ μαθήματα φαίη τις ἂν λαβὰς εἶναι φιλοσοφίας Xenocr. ap. Plu.2.452d, cf. D.L.4.10; ἐν λαβαῖς εἶναι or γενέσθαι to be at grips, of wrestlers, Plu.Eum.7, 2.979a; εἰς λαβὰς ἥκειν Id.Luc.3; of an orator, ἀφύκτους [δεῖ εἶναι] τὰς λ. D.H.Dem.18, cf. 20; λαβὰς ἀντιλογίας διδόναι opportunities for refutation, Id.Rh.8.15; also in friendly sense, φιλικαὶ λ. Plu.2.660b.    IV attack of fever, Hp. ap. Gal.19.116.    V taking, accepting, ἐν ἀργύρου λαβῇ A.Supp.935; catching, of a ball, Gal.Parv.Pil.3.    VI turn, of a bandage, Id.10.432.    VII Anat., in pl., insertions, attachments of muscles, Id.18(2).1006.    VIII eye of a needle, Aen.Tact.18.10.

German (Pape)

[Seite 1] ἡ (λαβεῖν), 1) Alles, womit man Etwas anfassen kann, Griff, Henkel, λαβαὶ ἀμφίστομοι am κρατήρ, Soph. O. C. 473, s. ἀμφίστομος; – μαχαιρῶν, Degengefäß, Griff, Dem. 27, 20; λαβὰς ποιεῖν τοῖς κράνεσιν, Ar. Pax 1258. – In der Fechtersprache, λαβὴν ἐνδοῦναι u. παραδοῦναι, παρέχειν, eine Blöße geben, eine Stelle des Leibes bloßgeben, an der ihn der Gegner fassen kann, ὥςπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λαβὴν παρέχει Plat. Rep. VIII, 544 b; ὡς ἅπαξ λαβὴν παρέδωκεν Ar. Nubb. 551; τὴν πρώτην λαβὴν ἐνδοῦναί τινι, Luc. Hermot. 73; ὡς εἰ νῦν διαφύγοι λαβὴν ἑτέραν οὐ παρέξοντα, Plut. Coriol. 39 u. öfter; περὶ μὲν τούτου εἰς τὰς ὁμοίας λαβὰς ἐλήλυθας, Plat. Phaedr. 236 b; vgl. Plut. εἰς λαβὰς ἥκων καὶ γεγονὼς ἐντὸς ἀρκύων, Lucull. 3; ὡς δεινὸς ἀθλητὴς λαβὴν ζητῶν, Fab. 5; auch im freundlichen Sinne, ταῖς φιλικαῖς λαβαῖς ὁ οἶνος ἁφὴν ἐνδίδωσι, Symp. 4 prooem. – 2) das Nehmen, τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 913; = λῆψις, Poll. 2, 155. – Auch feindliches Angreifen, bes. Anfall einer Krankheit, Gal.; = μέμψις, Suid.; εἰς λαβὰς ἐμπεσούμενος ἀκερδεστάτους, Ael. N. A. 3, 23. – 3) übh. Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμή, VLL.; λαβἡν ἀποδίδωσιν ἡμῖν ὁ λόγος, Plat. Legg. III, 682 e. Vgl. die unter 1 angeführten Beispiele

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβή: ἡ, (λαβεῖν) ὡς καὶ νῦν, πᾶν δι’ οὗ πιάνει τίς τι, «χεροῦλι», λαβὰν τῶ ξίφεος... ἔχων Ἀλκαῖ. 33, πρβλ. Δημ. 819. 25, κτλ.· λαβαὶ ἀμφίστομοι, ἐπὶ ποτηρίου, Σοφ. Ο. Κ. 473, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1258. ΙΙ. ὡς πυκτευτικὸς ὅρος, μέρος νὰ πιάσῃ τις, «π~ιάσιμον», συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ μεταφ. σημασ., βελτίων οὐκ ἔστιν ἐν μάχῃ λ. πώγωνος Ἀλέξανδρ. παρὰ Πλουτ. 2. 180Β, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 5· ὥσπερ ἀθλητὴς λ. ζητεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 5. ΙΙΙ. μεταφ., λαβή, εὐκαιρία, περίστασις κατάλληλος, ὡς ἐν τῇ Λατ. ansam quaerere, μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ’, ἐπειδή σοι λαβὴν δέδωκεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 841· λ. γὰρ ἐνδέδωκας αὐτόθι 847, πρβλ. ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 671, Δημ. 1420. 9· ὡς ἅπαξ παρέδωκεν λ. Ἀριστοφ. Νεφ. 551· λ. παρέχειν Πλάτ. Πολ. 544Β· λ. ἀποδίδωσιν ἡμῖν ὁ λόγος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Ε· λ. παραδιδόναι εἰς ἔλεγχον Πλουτ. Κικ. 20· λ. ἣν προσήκει εἰλημμένος, συλληφθεὶς καὶ στερεῶς κρατούμενος, ὁ αὐτ. ἐν 2. 78Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., τὰς ὁμοίας... λαβὰς λαβεῖν Αἰσχύλ. Χο. 498· ἐς τὰς ὁμοίας λαβὰς ἐλήλυθας Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β· τὰ μαθήματα φαίη τις ἂν λαβὰς εἶναι φιλοσοφίας Ξενοκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 452D, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 10· ἐν λαβαῖς εἶναι ἢ γενέσθαι, πιάνομαι ἀμοιβαίως ἐκ τοῦ πλησίον, ἐπὶ παλαιστῶν, Πλουτ. Εὐμ. 7., 2. 979Α· εἰς λαβὰς ἥκειν ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 3· ἐπὶ ῥήτορος, ἀφύκτους [δεῖ εἶναι] τὰς λ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, πρβλ. 20· λαβὰς ἀντιλογίας διδόναι, εὐκαιρίας πρὸς ἀναίρεσιν, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 15· ὡσαύτως ἐπὶ φιλικῆς ἐννοίας, φιλικαὶ λ. Πλούτ. 2. 660Β. IV. προσβολὴ ἀσθενείας, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. V. τὸ λαμβάνειν, δέχεσθαι, ἐν ἀργύρου λαβῇ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 935.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de prendre, action de saisir : ἐν λαβαῖς εἶναι PLUT ou γενέσθαι PLUT être ou se mettre aux prises ; εἰς λαβὰς ἥκειν PLUT en venir aux prises;
II. ce avec quoi l’on prend :
1 anse;
2 manche, poignée;
3 partie du corps où l’on a prise, p. ext. la barbe ; fig. λαβὴν παραδοῦναι, ἐνδιδόναι, παρέχειν, donner ou offrir prise.
Étymologie: R. Λαβ, prendre.