ληιάς
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
Greek (Liddell-Scott)
ληιάς: ποιητ. θηλ. τοῦ ληίδιος, συλληφθεῖσα αἰχμάλωτος, αἰχμάλωτος, ληιάδας τε γυναῖκας Ἰλ. Υ. 193· Ἐπικ. δοτ. ληιάδεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 612.
English (Autenrieth)
άδος: captive, Il. 20.193†.