στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: νάποινος | Medium diacritics: νάποινος | Low diacritics: νάποινος | Capitals: ΝΑΠΟΙΝΟΣ |
Transliteration A: nápoinos | Transliteration B: napoinos | Transliteration C: napoinos | Beta Code: na/poinos |
μάταιος, Hsch.
νάποινος: «μάταιος» Ἡσύχ.
νᾱποινος
1 without reward of met., c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν ἔννομον δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” (Schr.: νήποινος codd.) v. Forsmann, 143 ff.) (P. 9.58)