νευροσύμφορος: -ον, ὁ κάμνων τὰ νεῦρα νὰ πάσχωσιν, ὀργὴν νευροσύμφορον τίκτει ἡ πορνεία καὶ μοιχεία Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 498, 8.