ὀλιγοσώματος
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ον,
A of small body or bulk, Comp. -ώτερος Sch.Pl. ap.Plot.de Pulcr.p.536 (ed. Creuzer, Heidelb.1814).
German (Pape)
[Seite 322] mit kleinem Leibe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν σῶμα· συγκρ. ὀλιγοσωματώτερος ἢ ὀλιγοσωματέστερος, Σχόλ. Πλάτ. παρὰ τῷ Creuzer εἰς Πλωτ. 536.