ὀρθοκέρατος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον, = sq., Apollon.Lex. and Hsch.
A s.v. ὀρθοκραιράων.
German (Pape)
[Seite 374] Erkl. von ὀρθόκραιρος, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοκέρατος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.