ὀρνιθοκάπηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A dealer in birds, Critias 70 D.
German (Pape)
[Seite 383] ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 197, aus Critias.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος πτηνά, ὀρνιθοπώλης, Κριτίας 61.
[ᾰ], ὁ,
A dealer in birds, Critias 70 D.
[Seite 383] ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 197, aus Critias.
ὀρνῑθοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος πτηνά, ὀρνιθοπώλης, Κριτίας 61.