πλευρά
English (LSJ)
ᾶς, ἡ,
A = πλευρόν, rib, rare in sg., βοὸς π. Hdt.4.64; παρὰ τὴν π. ἑκάστην Arist.HA513b29: pl., ribs, Id.PA654b35. 2 pl., generally, side of a man or animal, ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος Il.24.10; of both sides, ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους 23.716; οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται 20.170, cf. Hes.Sc.430, A.Pr.71, Eu.843 (lyr.): sg., also, of one side, S.OC1260, Aj.834, etc.; a side of beef, etc., PCair.Zen.381.5 (iii B.C., written πλερά): the pl. form is v.l. in E.Hec.826. II side, of things and places, νηὸς πλευραί Thgn.513; χωρίου Pl.Sis.388e; [Πακτωλοῦ] D.P. 833; of an army, αἱ π. τοῦ πλαισίου X.An.3.4.22, cf. 28, Plu.Mar. 25, etc.; παρὰ π. τινὶ εἶναι Plb.5.26.6; παρὰ π., opp. κατὰ κεφαλήν, IG22.463.72 III Math., side of a triangle or other figure, Antipho Soph.13, Pl.Ti.53d, 54c, etc.: esp. b side of a rectangle, ib.36c: hence, one factor of any product, Id.Tht.148a, Arist. Metaph.1051a26, Euc.7 Def.17, etc. c side of a square of cube, and root of a square of cubic number, Id.8.11, 12, Theol.Ar.11; κυβικὴ π. cube root, Ph.Bel.52.4. d generator of a cone or cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.8, 12.
German (Pape)
[Seite 631] ἡ, gew. im plur., die Seiten des menschlichen u. thierischen Leibes, die Rippen, vgl. Arist. H. A. 1, 15; so Hom. vom Löwen οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία μαστίεται, Il. 20, 170; ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος, Il. 24, 10, u. öfter; immer im plur., wie Hes. Sc. 430; ἡλασε ἐν πλευραῖσι χαλκόν, Pind. N. 10, 70; ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε, Aesch. Prom. 71, auch τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύν.α, Eum. 806; Soph. auch sing., Trach. 678. 922; πλευρὰν διαῤῥήξαντι τῷδε φασγάνῳ, Ai. 821; Eur.; u. in Prosa, Her. 9, 72, κατὰ πλευρὰν ἐπὶ δεξιὰ περιήγαγε Plat. Tim. 36 c. – Bei mathematischen Figuren, bes. beim Quadrat, die Seite, Plat. Tim. 53 d 54 c u. sonst; auch der Factor eines Products. – Die Seite eines Blattes, σελίδων σημάντορα πλευρῆς, der Bleistift, Philp. 17 (VI, 62). – Bei K. S. auch die Ehegattinn, vgl. Jac. A. P. p. 418.
Greek (Liddell-Scott)
πλευρά: -ᾶς, ἡ, = πλευρόν, Λατ. costa, λίαν σπάνιον ἐν τῷ ἑνικ., πλ. βοὸς Ἡρόδ. 4. 64· παρὰ τὴν πλ. ἑκάστην Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ―παρὰ τοῖς Χριστ. ποιηταῖς, σύζυγος, Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 418· ―πληθ., τὰ πλευρά, Λατ. costae, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8, κ. ἄλλ. 2) ἐν τῷ πληθ., καθόλου, τὰ πλευρὰ ἀνθρώπου ἢ ἄλλου ζῴου, ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε ὕπτιος Ἰλ. Ω. 10· ὡσαύτως ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους Ψ. 716· οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Υ. 170, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 72, Αἰσχύλ. Πρ. 71, Εὐμ. 843· ― ἐν τῷ ἑνικ., ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Αἴ. 834 κτλ.· μάλιστα ὁ Elmsl ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 824 νομίζει ὅτι οἱ Τραγικ. ἐχρῶντο τῷ θηλ. τύπῳ μόνον ἐν τῷ ἑνικ. καὶ ἀντὶ τοῦ πληθ. πλευραί, πλευραῖς, κτλ., προτιμᾷ τὴν γραφὴν πλευρὰ (τά), πλευροῖς, κτλ., πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 820, Ὀρ. 217. ΙΙ. τὰ πλευρά, ἐπὶ πραγμάτων ἢ τόπων, πλευραὶ νηὸς Θέογν. 513· χωρίου, ποταμοῦ Πλάτ. Σίσυφ. 388Ε, Διον. Π. 833· ἐπὶ στρατοῦ, αἱ πλ. τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 22, 28, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 25, κτλ.· ― κατὰ πλευρὰν Πλάτ. Τίμ. 36C· παρὰ πλ. τινι εἶναι, μένειν Πολύβ. 5. 26, 6, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς Μαθ., ἡ πλευρὰ τριγώνου ἢ ἄλλου σχήματος, Πλατ. Τίμ. 53D, 54C, κτλ. 2) ἡ πλευρὰ ὀρθογωνίου, καὶ ἀκολούθως ὁ ἕτερος τῶν παραγόντων γινομένου τινός, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 148Α, Εὐκλείδ. 7. 17, κτλ. 3) ἡ πλευρὰ τετραγώνου ἢ κύβου καὶ ἡ ῥίζα τετραγωνικοῦ ἢ κυβικοῦ ἀριθμοῦ, ὁ αὐτ. 8. 11 καὶ 12. IV. ἡ σελὶς βιβλίου, ὡς τὸ Γερμαν. Seite, Ἀνθ. Π. 6. 62. ― Πρβλ. πλευρόν.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
côté, flanc ; côté ou flanc d’une armée ; t. de math. côté d’un triangle.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê famille de *pel-, avec idée de « étendre, étendue ».
English (Strong)
of uncertain affinity; a rib, i.e. (by extension) side: side.
English (Thayer)
πλευρᾶς, ἡ, from Homer (who always uses the plural) down; the side of the body: Acts 12:7.