πόλεμόνδε
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Ep. πτόλ-, Adv.
A into the fight, Il.2.872, al. II to the war, Od.11.448.
German (Pape)
[Seite 654] adv. von πόλεμος, in den Krieg, Kampf, Hom., bes. in der Il.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεμόνδε: Ἐπικ. πτόλ-, ἐπίρρ., πρὸς τὸν πόλεμον, εἰς τὴν μάχην, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
à la guerre avec mouv.
Étymologie: πόλεμος, -δε.