προαιώνιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (αἰών)
A before time, Procl.Inst.107.
German (Pape)
[Seite 706] vor der Zeit, ewig, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
προαιώνιος: -ον, (αἰὼν) ὢν πρὸ τῶν αἰώνων, Μεθοδ. 360C, 393Α, Ἀθαν. ΙΙ, 732Α, Βασίλ. IV, 253Α, κλπ.