προήκης
From LSJ
English (LSJ)
ες, (ἀκή A)
A pointed, ἐρετμά Od.12.205.
German (Pape)
[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.
Greek (Liddell-Scott)
προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui s’allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.