προσπάθεια
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A passionate attachment, πρός τι γένος ἀκρασίας Dicaearch.1.10; defined as ἐπιθυμία δεδουλωμένη, Andronic. Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, Phld.D.1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας S.E.P.1.230; γενομένους ἐν π. Heraclit.Incred.16; προσπαθείας <ἕνεκα> Zos.Alch.p.118 B. II in later Philos., clinging of the soul to the body and its passions, Porph.Sent.28; ἡ πρὸς τὸ σῶμα π. ib.29; ἡ θνητὴ π. Hierocl.in CA 3p.425M., cf. M.Ant. 12.3.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, πρός τινα oder πρός τι, Sp., neben πρόσκλισις S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall.
Greek (Liddell-Scott)
προσπάθεια: ἡ, ἡ μετὰ πάθους ἀφοσίωσις, συμπάθεια, σφοδρὰ μετὰ πάθους ἐπιθυμία, προσωποληψία, Κλήμ. Ἀλ. 128· πρός τι Δικαίαρχ. σ. 143 Fuhr· σαρκικαὶ πρ. Κλήμ. Ἀλ. 880· ἴδε Gatak εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. § 4· ἄνευ προσπαθείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 230.