ῥιζικός
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the root, λόγος Plu.in Hes.84.
German (Pape)
[Seite 842] zur Wurzel gehörig, Plut. frg. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ῥίζαν, Πλουτ. Ἀποσπ. 49, Εὐστ. Πονημάτ. 305. 37, κτλ.