σκιαγράφημα

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφημα Medium diacritics: σκιαγράφημα Low diacritics: σκιαγράφημα Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΜΑ
Transliteration A: skiagráphēma Transliteration B: skiagraphēma Transliteration C: skiagrafima Beta Code: skiagra/fhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A painting with the shadows, ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. Tht.208e; κενὰ -ήματα τῆς διανοίας figments of the imagination, Diog.Oen.7.

German (Pape)

[Seite 897] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγράφημα: τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. σκιαγραφία), ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dessin ou peinture en perspective.
Étymologie: σκιαγραφέω.