στραβισμός
English (LSJ)
ὁ,
A squinting, Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. Pr.2.11.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
στραβισμός: ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.
ὁ,
A squinting, Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. Pr.2.11.
[Seite 950] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod.
στραβισμός: ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.