στροφάλιγξ

From LSJ
Revision as of 15:33, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφάλιγξ Medium diacritics: στροφάλιγξ Low diacritics: στροφάλιγξ Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: strophálinx Transliteration B: strophalinx Transliteration C: strofaligks Beta Code: strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)

   A whirl, eddy, ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503; ἀελλάων Opp.H.1.446; καπνοῖο A.R.4.140; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph., σ. μάχης AP7.226 (= Anacr. 100); ἄοκνος σ., of existence, Dam.Pr.148.    II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34.    III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697.    IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.

German (Pape)

[Seite 956] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.

Greek (Liddell-Scott)

στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)· - δίνη, περιστροφή, μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, αὐτόθι Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. καμπή, Διον. Π. 162, 584· ὡσαύτως, ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. πρᾶγμα ἔχον στρογγύλον σχῆμα, π.χ. τυρός, Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ στρόφιγξ, πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tourbillon.
Étymologie: στρέφω.

English (Autenrieth)

λιγγος (στρέφω): eddy, whirl, of dust.