βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Full diacritics: συγγενεύς | Medium diacritics: συγγενεύς | Low diacritics: συγγενεύς | Capitals: ΣΥΓΓΕΝΕΥΣ |
Transliteration A: syngeneús | Transliteration B: syngeneus | Transliteration C: syggeneys | Beta Code: suggeneu/s |
έως, ὁ,= συγγενής, only in dat. pl., JHS22.358 (Pisidia), LXX 1 Ma.10.89 cod. A, Ev.Marc.6.4, Ev.Luc.2.44.
συγγενεύς: έως, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Ἰω. Μαλαλ. 326. 14.
-έως, ὁ, Α
συγγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + επίθημα -εύς].