χέλλος
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
English (LSJ)
τό, Aeol. for χεῖλος, ib.603. χελλύσσω,
A v. χελύσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
χέλλος: τό, Αἰολ. ἀντὶ χεῖλος, Χοιροβ.