ή, όν, (Τλάω)
A = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.
[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.
τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.