τετραορία

From LSJ
Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾱορία Medium diacritics: τετραορία Low diacritics: τετραορία Capitals: ΤΕΤΡΑΟΡΙΑ
Transliteration A: tetraoría Transliteration B: tetraoria Transliteration C: tetraoria Beta Code: tetraori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A four-horsed chariot, Pi.O.2.5, P.2.4, al.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾱορία: ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attelage de quatre chevaux.
Étymologie: τετράορος.

English (Slater)

τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.)
   1 four-horse chariot τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)