τετραξός
English (LSJ)
ή, όν,
A fourfold, γραμμαὶ τετραξαί four sets of lines, Arist. Metaph.1076b32.
German (Pape)
[Seite 1098] vierfach, Arist. metaph. 12, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
τετραξός: -ή, -όν, τετραπλοῦς, γραμμαὶ τετραξαί, στιγμαὶ δὲ πενταξαὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 7.