τρομερός

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομερός Medium diacritics: τρομερός Low diacritics: τρομερός Capitals: ΤΡΟΜΕΡΟΣ
Transliteration A: tromerós Transliteration B: tromeros Transliteration C: tromeros Beta Code: tromero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A trembling, χεῖρες Hp.Acut. (Sp.) 23 (where Gal.15.827 prefers τρομώδης) ; βάσις E.Ph.304 (lyr.); γήρᾳ τ. γυῖα Id.HF231; prob. so in Sapph.Supp.10.4.    2 trembling for fear, quaking, E.Tr. 176 (anap.), al.; δεῖμα A.R.4.53.    II fearful, μάστιξ E.Rh.36 (anap.), cf. PMag.Par.1.266,357, PMag.Leid.V.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

τρομερός: -ά, -όν, ὁ τρέμων, τρ. γήρᾳ Εὐρ. Φοίν. 303, Ἡρ. Μαιν. 231. 2) τρέμων ἐκ φόβου, πεφοβημένος, Τρῳ. 176, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, φοβερός, φόβον καὶ τρόμον ἐμποιῶν, Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 36.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 tremblant ; particul. tremblant de crainte;
2 qui fait trembler, terrible.
Étymologie: τρόμος.