ἅδην

From LSJ
Revision as of 11:46, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅδην Medium diacritics: ἅδην Low diacritics: άδην Capitals: ΑΔΗΝ
Transliteration A: hádēn Transliteration B: hadēn Transliteration C: adin Beta Code: a(/dhn

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἄδην, Adv.

   A to one's fill, ἔδμεναι ἄ. Il.5.203,al.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. Pl.Plt.272c; πιοῦσ' ἄ. χορεύω Anacreont.14.30.    2 c. gen., οἵ μιν ἄ. ἐλόωσι . . πολέμοιο will drive him to satiety of war, Il.13.315; Τρῶας ἄ. ἐλάσαι πολέμοιο 19.423; ἔτι μίν φημι ἄ. ἐλάαν κακότητος Od.5.290; ἅ. ἔλειξεν αἵματος licked his fill of blood, A.Ag.828; καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e, cf. R.341c, etc.; ἅ. ἔχειν τινός to have enough of a thing, be weary of it, Id.Chrm.153d, cf. E.Ion975; τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15; ἅ. ἔχουσιν οἱ λόγοι Pl.R. 541b: c. part., ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39.    3 unceasingly, A.R.2.82, cf.4.1216.    4 = ἅλις, ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.47. [ᾰ, except in the phrase ἔδμεναι ἄδην; v. sub ἁδέω.] (From s[schwa]-δην, cf. Lat. s[acaron]-tis.)

Greek (Liddell-Scott)

ἅδην: ἢ ἄδην, Ἐπ. ἄδδην, ἐπίρρ. Λατ. satis, μέχρι κόρου, ἔδμεναι ἄδδην, ἐσθίειν μέχρι κόρου, Ἰλ. Ε. 203, καὶ ἀλλ.· ἐμπιπλάμενοι σίτων ἄδην, Πλάτ. Πολιτικ. 272C. 2) μετὰ γεν. οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι ... πολέμοιο, Ν. 315· ἔτι μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος, Ὀδ. Ε. 290· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἅδην ἔλειξεν αἵματος, ἔγλειψεν, ὅσον ἠδύνατο νὰ φάγῃ ἐκ τοῦ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· οὕτω παρὰ Πλάτ.· καὶ τούτων μὲν ἅδην, Εὐθύφρ. 11Ε, πρβλ. Πολ. 341C, κτλ.· ἅδην ἔχειν τινός, ἔχων ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, εἶναι κεκορεσμένον ἐξ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Χαρμ. 153D· τοῦ φαγεῖν, Ἀριστ. Πρβλ. 28. 7· - ὡσαύτως, ἅδην ἔχουσιν οἱ λόγοι, Πλάτ. Πολ. 541Β· καὶ μ. μετοχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, Ἡρόδ. 9. 39. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἈΔ ἢ ἉΔ, πρβλ. τὸ Λατ. satis, satur, satio· ἐντεῦθεν ἀδέω, ἄδος· ὡσαύτως, ἄση, ἀσάομαι· βραχύτερος δὲ τύπος τῆς ῥίζης ἀ φαίνεται ἐν τοῖς ἄω, satio, ὁπόθεν καὶ τὸ ἄατος.) [ᾰ, ἐξαιρέσει τῆς φράσεως ἔδμεναι ἄδην· ἴδε ἐν λ. ἀδέω].

French (Bailly abrégé)

mieux que ἄδδην;
adv.
1 à satiété, assez : ἔδμεναι ἅδην IL manger à satiété ; avec un part., ἅδην εἶχον κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;
2 abondamment, complètement : Τρῶας ἅδην ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.
Étymologie: propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. lat. sat, satis.

English (Autenrieth)

to satiety, to excess; ἅδην ἐλάαν κακότητος, πολέμοιο, ‘until he gets enough’ of trouble, etc.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): muy frec. ἄδην; dór. ἄδᾱν Alcm.20.4; tard. ἄδδην Apollon.Lex.α 99, Hsch., EM α 251

• Prosodia: [ᾰ- pero ᾱ- Il.5.203]
adv.
1 hasta la saciedad, en abundancia esp. de comer y beber ἔδμεναι Il.5.203, ὅς τις ἄδην πίνῃ Hes.Fr.239.2, ἐσθίην δ' ἄδαν Alcm.l.c., ἅδην με ... πλάναι γεγυμνάκασιν A.Pr.585, τῆς ἡμετέρας φιλότητος ἄ. κορέσασθαι A.Fr.47a.2.28, ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. καὶ ποτῶν atiborrándose de alimentos y de bebidas hasta saciarse Pl.Plt.272c, cf. Ael.NA 14.25
en cantidad, en abundancia, mucho ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.269.2, παπταίνει, πατέοντος ἄ., πόθεν ἄρξεται ἔργου se queda mirando por dónde empezar ante un trabajo tan inmenso Theoc.17.10, στείχοντος ἄ. αἰῶνος habiendo pasado mucho tiempo A.R.4.1216, προθύμως ἐπρυτάνευσ' ὑμῶν ἅδην ejerció vuestra pritanía con todo su afán, IEphesos 1064.5 (II d.C.).
2 de algo intermitente constantemente, sin parar ἐπ' ἄλλῳ δ' ἄλλος ἄηται δοῦπος ἄ. A.R.2.82.
3 hasta no querer más, hasta hartarse c. gen. πολέμοιο Il.13.315, 19.423, κακότητος Od.5.290, αἵματος A.A.828, καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e
esp. c. ἔχω y gen. estar harto, cansado de, tener bastante de πημάτων ἅ. ἔχω E.Io 975, τῶν τοιούτων ἅ. εἴχομεν Pl.Chrm.153d, τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15
c. part. ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39
otra construcción ἄ. ... ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι nos basta ya lo que hemos dicho Pl.R.541b.

• Etimología: De *seH2-/sH2-; en grado pleno (sā) en gót. ga-saþjan ‘saciarse’, gr. ἄμεναι; en grado cero (să) en gr. ἄεται, lat. sătis, gót. saþs ‘harto’; en grado cero (sĭ-) en ai. asinvá- ‘insaciable’.