νόμαιος

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμαιος Medium diacritics: νόμαιος Low diacritics: νόμαιος Capitals: ΝΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nómaios Transliteration B: nomaios Transliteration C: nomaios Beta Code: no/maios

English (LSJ)

α, ον, (νόμος) Ion. and later Gr. for νόμιμος,

   A customary: νόμαια, τά, customs, usages, ξεινικὰ ν. Hdt.1.135; Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91, al., cf. Max.Tyr.38.3; λίθων λευκῶν νομαίων Inscr.Délos 290.206 (iii B.C.): sg., Hdt.2.49.    2 prescribed by law, ἐκκλησία SIG589.4 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. GDI5699 (Samos); ν. ἐπαραί ib.5653c10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 259] gebräuchlich, herkömmlich; ἄλλο τι νόμαιον, ein anderer Brauch, Her. 2, 49; bes. im plur. häufig, ξεινικὰ νόμαια προσίενται, 1, 135; Ἑλληνικοῖσι νομαίοισι χρᾶσθαι, 2, 91, öfter, in weiterer Ausdehnung als νόμος genommen.

Greek (Liddell-Scott)

νόμαιος: -α, -ον, (νόμος) ὁ εἰθισμένος, συνήθης˙ νόμαια, τά, ὡς τὸ νόμιμα, ἔθιμα, συνήθειαι, Λατ. institute, ξενικὰ ν. Ἡρόδ. 1. 135˙ Ἑλληνικὰ ν. 2. 91, κ. ἀλλ.˙ τὸ ἑνικὸν ἀπαντᾷ ἐν 2. 49.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
conforme à l’usage : τὰ νόμαια coutumes, usages.
Étymologie: νόμος.

Greek Monolingual

νόμαιος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που καθορίζεται από τον νόμο, νόμιμος
2. συνηθισμένος
3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ νόμαια
τα έθιμα, οι συνήθειες, τα νόμιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -αιος (πρβλ. γύν-αιος)].