πάμπολις

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπολις Medium diacritics: πάμπολις Low diacritics: πάμπολις Capitals: ΠΑΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: pámpolis Transliteration B: pampolis Transliteration C: pampolis Beta Code: pa/mpolis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prevailing in all cities, universal, νόμος dub. in S.Ant.614 (lyr., πάμπολύ γ' Heath).

German (Pape)

[Seite 454] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, παγκόσμιος, νόμος Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
commun à toute les cités, à tous les États.
Étymologie: πᾶν, πόλις.

Greek Monolingual

πάμπολις, -όλεως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ισχύει σε όλες τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πόλις.