ξανθόθριξ

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

German (Pape)

[Seite 275] τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blonds ou aux poils jaunes.
Étymologie: ξανθός, θρίξ.

Greek Monolingual

ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης
2. (για ίππο) καστανόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ, κυανό-θριξ)].