ἐπιβαίνω
English (LSJ)
rarely ἐπηχ-βάω, imper.
A ἐπίβᾱ Thgn.847, Dor. inf. ἐπιβῆν (infr.IV): fut.-βήσομαι: pf.-βέβηκα: aor. 2 ἐπέβην: aor. 1 Med. ἐπεβησάμην (of which Hom.always uses the Ep.form ἐπεβήσετο, imper. ἐπιβήσεο Il.8.105, al.; later ἐπεβήσατο A.R.3.869, Dor. -βάσατο Call.Lav.Pall.65). A. in these tenses, intr., go upon: I. c. gen., set foot on, tread, walk upon, γαίης, ἠπείρου, Od.9.83, h.Cer. 127; πόληος, πατρίδος αἴης, Τροίης, Il.16.396, Od.4.521, 14.229; ἀδύτων ἐπιβάς E.Andr.1034 (lyr.); ἐ. τῶν οὔρων set foot on the confines, Hdt.4.125, cf. Th.1.103, Pl.Lg.778e; τῆς Λακωνικῆς ἐπὶ πολέμῳ X. HG7.4.6; πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς, of a corpse, placed upon . ., Il.4.99; πλατείᾳ τῇ ῥινὶ ἐ. τοῦ χείλους Philostr.Im.2.18; also ἐ. ἐπί τινος Hdt.2.107. 2. get upon, mount on, πύργων Il.8.165; νεῶν ib. 512; ἵππων 5.328, 10.513; δίφρου 23.379; εὐνῆς 9.133; τοῦ τείχεος Hdt.9.70; λέκτρων ἐ. A.Supp.39; also ἐ. ἐπὶ νεός Hdt.8.118: freq. in Hom., in aor. Med., ἐπεβήσετ' ἀπήνης Od.6.78, al. b. Archit., to be superposed, τὰ ἐπιβαίνοντα πάντα ἐπὶ τοὺς κρατευτάς IG7.3073.104, cf. 111 (Lebad.). 3. of Time, arrive at, τετταράκοντα ἐ. ἐτῶν Pl.Lg.666b; δεκάτω (sc. ἔτεος) ἐ. Theoc.26.29; δωδεκάτου ἐπιβάς IG 14.1728; τῆς μειρακίων ἡλικίας Hdn.1.3.1. 4. metaph., ἀναιδείης ἐπέβησαν have trodden the path of shamelessness, Od.22.424; ἐϋφροσύνης ἐπιβῆτον enter into joy, 23.52; τέχνης ἐπιβήσομαι,-βήμεναι, h.Merc.166, 465; ὁσίης ib.173; εὐσεβίας S.OC189 (lyr.); ἐ. δόξης entertain an expectation, Id.Ph.1463 (anap.); ἐ. σοφίας undertake it, Pl.Epin.981a; λόγου Luc.Astr.8; ἐ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, seize upon it, App.Syr.2, Sam.11, etc.; preside over, τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς Iamb.Myst.9.8, al. II. c. dat., get upon, board, ναυσί Th.7.70; land on, ἐ. τῇ Σικελίᾳ D.S.16.66: metaph., ἐ. ἀνορέαις Pi.N.3.20; also, make forcible entry into, τινός οἰκίαις, γῇ, PHamb.10.6 (ii A.D.), PAmh.2.142.7 (iv A.D.). b. with a Prep., ἐπὶ πύργῳ ἄλλος πύργος ἐπιβέβηκε Hdt.1.181. 2. c. dat. pers., set upon, assault, τινί X.Cyr. 5.2.26, Plu.Cim.15, etc.; simply, approach, dub. in Pi.Fr.88.2. 3. trample on, λὰξ ἐπίβα δήμῳ Thgn.847. III. c. acc.loci, light upon, in Hom. twice of gods lighting upon earth after their descent from Olympus, Πιερίην ἐπιβᾶσα, ἐπιβάς, Il.14.226, Od.5.50; so πολλῶν ἐ. καιρόν light on the fit time, Pi.N.1.18; then simply, go on to a place, enter it, γῆν καὶ ἔθνος Hdt.7.50; λειμῶν' S.Aj.144 (anap.): with Prep., ἐ. ἐπὶ χώραν Decr.Amphict. ap. D.18.154; εἰς Βοιωτίαν D.S.14. 84. 2. rarely c. acc. pers., attack, only poet., S.Aj.138 (anap.): metaph., of passion or suffering, Id.El.492 (lyr.), Ph.194 (anap.). 3. mount, νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες Hes.Sc.286: more freq. with Prep., ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.4.22; ἐπὶνέα Id.8.120, cf. Th.1.111; but ἐ. ἐπὶ τὸ θῆλυ, of made quadrupeds, cover a female, Arist.HA539b26; so abs., ib. 574a20, al.: c. dat., Luc.Asin.27: c. gen., Horap.1.46, 2.78. 4. ἐ. ἐπὶ τὸ σκέλος use, put one's weight on, a broken leg, Hp. Fract. 18. 5. with acc. of the Instr. of Motion (cf. βαίνω A.11.4), ἐπιβῆναι τῷ ἀριστερῷ ἐκείνης τὸν ἐμὸν δεξιόν Luc.DMeretr.4.5, cf. Tox.48. IV. abs., get a footing, stand on one's feet, Il.5.666, Od.12.434; μἠπιβῆν it is forbidden to set foot here, IG12(3).1381 (Thera). 2. step onwards, advance, Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε Il.16.69, cf. Hes. Op. 679, f.l. in Pi.N.10.43; ἐπίβαινε πόρσω S.OC179 (s.v.l., lyr.): me taph., advance in one's demands, Plb.1.68.8. 3. mount on a chariot or on horseback, be mounted, Hdt.3.84; go or be on board ship, Il.15.387, S.Aj.358 (lyr.), Hdt.8.90, Th.2.90, etc. B. Causal in fut. -βήσω Luc. DMort.6.4, Ep. inf. -βησέμεν Il.8.197, Hes.Th.396, but usu. in aor. 1 Act. (ἐπιβιβάζω, ἐπιβάσκω serve as pres.):—make one mount, set him upon, ὅν ῥα τόθ' ἵππων . . ἐπέβησε Il.8.129; πολλοὺς δὲ πυρῆς ἐπέβησ' ἀλεγεινῆς 9.546; ὥς κ' ἐμὲ . . ἐμῆς ἐπιβήσετε πάτρης Od.7.223; ἐ. τινὰς σκάφεσιν J.BJ4.7.6; πλοίων ib. 11.5, cf. Luc.l.c.; ὁπλίτας ὁλκάσιν App.BC5.92; τινὰς ἐπὶ τὰς ναῦς ib.2.59 : also in aor. 1 Med., νιν ἑῶ ἐπεβάσατο δίφρω Call.Lav.Pall. 65. b. of things, νευρὰν ἐπέβασε κορώνας set the string on his bow's tip, B.5.73. 2. metaph. (cf.A.1.4), ἐϋκλεΐης ἐπίβησον bring to great glory, Il.8.285; τιμῆς καὶ γεράων Hes. Th.396; χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν they bring him to sobriety, Od.23.13; λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς Hes.Op.659; δουλοσύνας (prob.) E.Hyps.Fr.41(64).86; εἴ σε τύχη . . ἡλικίας ἐπέβησεν had brought thee to full age, IG2.2263. 3. [ἠὼς] πολέας ἐπέβησε κελεύθου dawn sets them on their way, Hes.Op.580.
German (Pape)
[Seite 927] (s. βαίνω), 1) darauftreten, daraufschreiten, -gehen, γῆς, ἠπείρου, betreten, Od. 9, 83. 85; πατρίδος αἴης 4, 521, wie Eur. Or. 626; in Prosa oft, Her. 4, 125 Thuc. 1, 103; ἱερῶν Plat. Legg. IX, 874 b, wie Lys. 6, 15; in feindlicher Absicht betreten, wohin man schon πρὶν Τροίης ἐπιβήμεναι υἷας Ἀχαιῶν Il. 14, 229 rechnen kann; τῆς Λακωνικῆς ἐπὶ πολέμῳ Xen. Hell. 7, 4, 6; Αἰγύπτου Plat. Menez. 239 c; Sp.; εἰς Βοιωτίαν D. Sic. 14, 84; – ἵππων, δίφρου, auf den Wagen steigen, Il. 5, 46. 16, 343; νηῶν, πύργων 8, 165. 512; häufig εὐνῆς, das Bett besteigen, wie πρὶν λέκτρων ἐπιβῆναι Aesch. Suppl. 39; Διὸς λεχέων ἐπέβας Eur. Hel. 376; νεῶν, τεθρίππων, Rhes. 93 Herc. Fur. 380; ἐπέβησαν τοῦ τείχεος, erstiegen die Mauer, Her. 9, 70; vgl. Thuc. 4, 116. – Auch mit dem acc., νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες Hes. Sc. 286; Πιερίην ἐπιβάς Od. 5, 50, wie Il. 14, 226; λειμῶνα, ἅλιον πλάταν, Soph. Ai. 144. 351; πέτραν, συζυγίαν πώλων, Eur. Bacch. 1097 Hipp. 1131; γῆν Her. 7, 50; ἀγρόν Luc. Nigr. 26; – cum dat., in tmesi, ὅτε νηυσὶν ἐπ' ὠκυπόροισιν ἔβαινον Il. 2, 351; ταῖς ἀλλήλων ναυσίν Thuc. 7, 70; Sp., wie D. Hal. 8, 67; Luc. Tox. 48 u. öfter; D. L. 3, 19. Und so übertr., ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα Pind. N. 3, 19. – Auch ἐπί c. acc., ἐπὶ τὴν νῆα Her. 8, 120; ἐπὶ τὰς ναῦς Thuc. 1, 111, besteigen, aufsteigen, wie Xen. Hell. 3, 4, 1; ἐπὶ τὴν ἱερὰν χώραν Dem. 18, 154; – u. ἐπί c. gen., ἐπὶ νεώς Her. 8, 118; ἐπὶ τῶν ἵππων Plut. de virt. 377 b. – Andere Vrbdgn sind ἄχρι Μιλήτου ἐπιβ., bis Milet hinausgehen, Luc. D. Mart. 24, 1; εἰς τὸν ἑσπέριον ὠκεανόν Plut. Caes. 23; ἐπίβαινε πόρσω, gehe weiter hinauf, Soph. O. C. 175; dgl. Pol. 1, 68, 8. Von Thieren, besteigen, bespringen, τὸ θῆλυ, Arist., auch ἐπὶ τὸ θῆλυ, H. A. 5, 2; ταῖς ἵπποις, Luc. Asin. 27. – Wie πόληος ἐπιβ., Il. 16, 396, hingelangen, err eich en ist, so wird auch vom Alter gesagt, τετταράκοντα δ' ἐπιβαίνοντα ἐτῶν, Plat. Legg. II, 666 b, das Alter von 40 Jahren erreichen; vgl. Hdn. 5, 7; – feindlich auf Jemand losgehen, ihn angreifen, τῷ Ἀσσυρίῳ Xen. Cyr. 5, 2, 26; τοῖς ἀρίστοις Plut. Cim. 15, a. Sp. Bei Dichtern auch c. acc., σὲ δ' ὅταν πληγὴ Διὸς ἐπιβῇ, wenn dich ein Schlag trifft, Soph. Ai. 138; τὰ παθήματα πρὸς αὐτὸν ἐπέβη Phil. 194, vgl. El. 483. – Absol., einherschreiten, gehen, μηροῦ ἐξερύσαι δόρυ – ὄφρ' ἐπιβαίη, daß er auftreten, gehen könne, Il. 5, 666; ὅσον ἐπιβᾶσα κορώνη ἴχνος ἐποίησεν Hes. O. 677; ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν Plut. Lyc. 22; Luc. vrbdt damit auch πόδα, Tox. 48 D. Meretr. 5, 4, den Fuß wohin setzen. – Uebertr., theilhaftig werden, erlangen, ὄφρα σφῶϊν εὐφροσύνης ἐπιβῆτον ἀμφοτέρω φίλον ἦτορ, eigtl. damit ihr in eurem Herzen zur Freude schreitet, Od. 23, 52; ἀναιδείης, 22, 424, sich zur Frechheit wenden; τιμῆς καὶ γεράων Hes. Th. 396; τῆς εὐσεβίας ἐπιβαίνοντες Soph. O. C. 189, von Eust. εὐσεβοῦντες erkl., wie δόξης ποτὲ τῆσδ' ἐπιβάντες Phil. 1449, = δοξάσαντες; sp. D., wie τερπωλῆς Ap. Rh. 4, 1165; selten in Prosa, wie τῶν μεγίστων σοφίας περὶ θεῶν γενέσεως ἐπιβ. Plat. Epin. 981 a. Aehnl. ἀφορμῆς, die Gelegenheit ergreifen, App.; τοῦ λόγου, sich daran machen, Luc. Apol. 8. – 2) transit. fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα, hinaufsteigen, besteigen lassen, ὃν ἵππων ἐπέβησε Il. 8, 129; πολλοὺς πυρῆς ἐπέβησε, brachte sie hinauf, 8, 197; Ἠὼς – πολέας ἐπέβησε κελεύθου Hes. O. 578; übertr., νὶν ἀρχαίας ἐπέβασε πότμος εὐαμερίας Pind. I. 1, 39, wie χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν Od. 23, 13, ließen ihn zur Besonnenheit gelangen; ἐϋκλείης ἐπίβησον, mache des Ruhms theilhaftig, Il. 8, 285; vgl. λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς Hes. O. 657; so Sp., ἐπιβήσειν τινὰ τῆς σοροῦ Luc. D. Mort. 6, 4; πάτρης, in das Vaterland hinführen, Od. 7, 223; ψαμάθων Αὐλίδος Eur. I. T. 215. – Hom. braucht noch ἐπιβήσεο, tritt auf, ὀχέων Il. 5, 221, u. ἐπεβήσετο, = ἐπέβη, z. B. ὀχέων Il. 13, 26; vgl. Ap. Rh. 4, 458; aber Orph. Arg. 1193 steht ἐπεβήσατο = ἐπέβησε; vgl. Callim. Lav. Pall. 65. – Das pass. ἐπιβαθῆναι Schol. Thuc. 6, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβαίνω: μέλλ. - βήσομαι: πρκμ. - βέβηκα: ἀόρ. ἐπέβην: πρστ. ἐπίβᾱ (ἀντὶ -βηθι) Θέογν. 847: Μέσ. ἀόρ. ἐπεβησάμην (οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸν Ἰων. τύπον ἐπεβήσετο, προστ. ἐπιβήσεο). Α. ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ἀμετάβ., ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω: 1) μετὰ γεν., βάλλω τὸν πόδα μου ἐπάνω, πατῶ, περιπατῶ ἐπάνω εἴς τι, γαίης, ἠπείρου Ὀδ. Ι. 83, κτλ.· πόληος, πατρίδος, Τροίης Ἰλ. Π. 396, Ὀδ. Δ. 521, Ξ. 229· ἀδύτων ἐπιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1035· καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, μὴ ἐπιβαίνειν τῶν σφετέρων οὔρων, νὰ μὴ πατήσωσιν εἰς τὰ σύνορα αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 125, πρβλ. Θουκ. 1. 103, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6, Πλάτ. Νόμ. 778Ε· πυρῆς ἐπιβάντα, «ἐπιβιβασθέντα, ἐπιτεθέντα» (Σχολ.), ἐπὶ πτώματος, Ἰλ. Δ. 99:- ὡσαύτως, ἐπιβαίνω ἐπί τινος Ἡρόδ. 2. 107. 2) ἀναβαίνω ἐπάνω εἴς τι, πύργων, νεῶν, ἵππων, δίφρου, εὐνῆς Ὅμ.· μάλιστα κατὰ μέσον ἀόρ., π. χ. ἐπεβήσετ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 78· ἐπ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 9. 70· λέκτρων… ἐπιβῆναι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 40:- ὡσαύτως, ἐπ. ἐπὶ νηὸς Ἡρόδ. 8. 118. 3) ἐπὶ χρόνου, φθάνω εἰς…, τετταράκοντα δὲ ἐπιβαίνοντα ἐτῶν Πλάτ. Νόμ 666Β· εἴη δ’ ἐνναέτης ἢ καὶ δεκάτω (Δωρικ. γεν.) ἐπιβαίνοι (δεκάτῳ Meineke) Θεόκρ. 26. 29· τῆς μειρακίων ἡλικίας Ἡρῳδιαν. 1. 3. 4) ὡσαύτως ἐν ποικίλαις μεταφ. ἐννοίαις, πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν, εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀναιδείας ἦλθον, κατέστησαν ἀνεδαίσταται, Ὀδ. Χ. 424· ἀλλ’ ἕπευ, ὄφρα σφῶϊ ἐυφροσύνης ἐπιβῆτον, «ἵνα ἄμφω κατὰ τὸ ἦτορ ὑμῶν εὐφροσύνης ἐπιβαίητε, ὃ περιφραστικῶς δηλοῖ τὸ ἵνα χαρείητε» (Σχόλ.), Ψ. 52· τέχνης ἡμετέρης ἐπιβήμεναι οὔτι μεγαίρω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμῆν 465· εὐσεβίας ἐπιβαίνοντες, «εὐσεβῶς πατοῦντες» (Σχολ.), Σοφ. Ο. Κ. 189· δόξης οὔποτε τῆσδ’ ἐπιβάντες, οὔποτε διανοηθέντες τοιοῦτόν τι, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1463· ἔτους δωδεκάτου ἐπιβάς, εἰσελθὼν εἰς τὸ…, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 689. 3· καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐπ. σοφίας, ἐπιλαμβάνεσθαι, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α, ἴδε Ruhnk. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· ἐπ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, δράττεσθαι, Ἀππ. Συρ. 2, Σαμνιτ. 1, κτλ., πρβλ. κατωτ. Β. 2. ΙΙ μετὰ δοτ., ἀναβαίνω ἐπάνω, ἔρχομαι ἐπάνω, ναυσὶ Θουκ. 7. 70 πρβλ. Ἰλ. β. 351· ἐπ. τῇ Σικελίᾳ Διόδ. 16. 66· ἵππῳ Λουκ. Ὄν. 27· μεταφ., ἐπ. ἀνορέαις Πινδ. Ν. 3. 34:- ὡσαύτως, ἐπ. ἐπὶ πύργῳ Ἡρόδ. 1. 181. 2) μετὰ δοτ. προσώπ., προσβάλλω τινά, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, ἐπιβῆναι μεθ’ ἡμῶν τῷ Ἀσσυρίῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 26, κτλ.· ὡσαύτως ἁπλῶς, πλησιάζω, Πίνδ. Ἀποσπ. 58. 8. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, κατέρχομαι εἴς τι μέρος, παρ’ Ὁμ. δὶς ἐπὶ θεῶν κατερχομένων εἴς τι μέρος ἐκ τοῦ Ὀλύμπου, Πιερίην ἐπιβάς, ἐπιβᾶσα Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50· οὕτως, ἐπ. καιρόν, «τοῦ καιροῦ τῇ ἀληθείᾳ τυχὼν» (Σχολ.), Πίνδ. Ν. 1. 27:- ἀκολούθως ἁπλῶς, προχωρῶ εἴς τι μέρος, εἰσέρχομαι, Ἡρόδ. 7. 50, Σοφ. Αἴ. 144:- οὕτως, ἐπιβ. ἐπὶ χώραν Δημ. 278. 21· εἰς…, Διόδ. 14. 84. 2) μετ’ αἰτ. προσ. σπανίως, προσβάλλω, ὡς τὸ ἐπέρχομαι, καὶ μόνον ποιητ., Σοφ. Αἴ. 137, Ἠλ. 492, πρβλ. Φιλ. 194, Ἰλ. Π. 69. 3) ἀναβαίνω, νῶθ’ ἵππων ἐπιβάντες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 286· ἐπὶ ἵππον Ἡρόδ. 4. 22· ἐπὶ νῆα ὁ αὐτ. 8. 120:- ἐπὶ ὀχείας τῶν ζῴων, ποιοῦνται τὸν συνδυασμὸν τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων ἐπιβαίνοντος ἐπὶ τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 2, 3. 4) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), ἐπιβῆναι τὸν πόδα τινὶ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· ἐπιβὰς τῇ βύρσῃ τὸν δεξιὸν πόδα ὑπισχνεῖται ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 48. IV. ἀπολ., πατῶ κἄπου, οὐδέ πῃ εἶχον οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, οὔτ’ ἐπιβῆναι Ὀδ. Μ. 434. 2) βαίνω ἐμπρός, προχωρῶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 677, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 81· ἐπίβαινε πόρσω Σοφ. Ο. Κ. 179:- προχωρῶ εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου, Πολύβ. 1. 68, 8. 3) ἀναβαίνω ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππου, εἶμαι ἐπὶ ἁμάξης ἢ ἔφιππος, Ἰλ. Ε. 666, Ἡρόδ. 3. 84· ἀναβαίνω εἰς πλοῖον ἢ εἶμαι ἐπιβάτης πλοίου, Ἰλ. Ο. 387, Σοφ. Αἰ. 357, Ἡρόδ. 8. 90, Θουκ. 1. 90, κτλ. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας ἐν τῷ ἐνεργ. ἀόρ. α΄ (τὸ ἐπιβιβάζω καὶ ἐπιβάσκω χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστῶτες), κάμνω τινὰ νὰ ἐπιβῇ, ἀναβιβάζω, ὅς ῥα τόθ’ ἵππων… ἐπέβησε Ἰλ. Θ. 129· πολλοὺς δὲ πυρῆς ἐπεβησ’ ἀλεγεινῆς Ι. 546 (542)· ὥς κ’ ἐμὲ… ἐμῆς ἐπιβήσετε (Ἐπικ. ἀντὶ -ητε) πάτρης Ὀδ. Η. 223· τινὰς ἐπὶ τὰς ναῦς Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 59· ἐπιτίθημι, νευρὰν ἐπέβασε λιγυκλαγγῆ κορώνας Βακχυλ. 5. 73 (ἔκδ. Blass)·- οὕτω καὶ κατὰ Μέσ. ἀόρ. α΄, πολλάκις ἁ δαίμων μιν ἑῷ ἐπεβήσατο δίφρῳ Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 65. 2) μεταφ. (ὡς ἐν. Ι. 4), εὐκλεΐης ἐπίβησον, «δόξης ἐπιβῆναι ποίησον» (Σχόλ), Ἰλ. Θ. 285· σαοφροσύνης ἐπέβησαν (γνωμ. ἀόρ.), φέρουσιν εἰς τὰς φρένας του, Ὀδ. Ψ. 13· ἔνθα με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησεν ἀοιδῆς, κατέστησάν με μέτοχον αὐτῆς, δηλ. μὲ ἐδίδαξαν νὰ ᾄδω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 166· εἴ σε τύχη… ἡλικίας ἐπέβησεν, ἄν σε εἶχε φέρῃ ἡ τύχη εἰς πλήρη ἡλικίαν, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 39. 3) ἠὼς πολλούς ἐπέβησε (γνωμ. ἀόρ.) κελεύθου, ἡ αὐγὴ πολλοὺς ἐγείρει καὶ κινεῖ εἰς τὸν δρόμον των, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582.
French (Bailly abrégé)
A. intr. aux temps suiv. : prés., impf. ἐπέβαινον, f. ἐπιβήσομαι, ao.2 ἐπέβην, pf. ἐπιβέβηκα);
I. marcher sur, gén. :
1 au propre ἐπ. γαίης OD, γῆς OD, ἠπείρου OD mettre le pied sur la terre, sur la terre ferme ; ἐπ. πόληος IL atteindre une ville pour y rentrer, rentrer dans une ville ; τῶν οὔρων (ion.) HDT mettre le pied sur la frontière ; avec acc. : Πιερίην ἐπ. IL descendre en Piérie ; γῆν HDT entrer dans un pays ; ἐπ. ἐπὶ τὴν ἱερὰν χώραν DÉM entrer sur le territoire sacré ; abs. entrer dans une ville;
2 avec idée de temps entrer dans, arriver à, atteindre (un âge);
3 fig. atteindre, parvenir à : εὐσεβίας SOPH à la piété ; être en possession de, jouir de : ἐϋφροσύνης OD de la félicité;
II. monter sur, gén. :
1 en gén. ἐπ. ἵππων IL, δίφρου IL sur un char ; νηῶν IL monter sur des vaisseaux, s’embarquer ; ἐπιβὰς πυρῆς IL étant monté, càd ayant été placé sur le bûcher ; avec le dat. : ἐπ. ἵππῳ LUC monter à cheval ; ναυσίν THC s’embarquer ; avec une prép. : ἐπ. ἐπὶ νεώς HDT monter à bord d’un navire ; ἐπὶ τὰς ναῦς THC s’embarquer sur les vaisseaux;
2 en parl. d’animaux ταῖς ἵπποις LUC couvrir les juments;
3 abs. monter sur un char, ou à cheval, ou sur un navire;
III. marcher sur ou vers :
1 avec idée d’hostilité marcher contre (cf. fr. marcher sur l’ennemi), attaquer, d’ord. avec le dat. : fig. ἐπ. τοῖς ἀρίστοις PLUT attaquer les meilleurs citoyens ; abs. ὅταν πληγὴ Διὸς ἐπιβῇ SOPH lorsqu’un coup de Zeus frappe (un homme);
2 en gén. marcher en avant, s’avancer : ἐπίβαινε πόρσω SOPH approche ! ἐπ. ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν PLUT s’avancer en cadence au son de la flûte ; fig. τὰ παθήματα πρὸς αὐτὸν ἐπέβη SOPH litt. la souffrance s’est approchée de lui, l’a saisi ; fig. ἐπ’ ἀναιδείης ἐπ. OD en venir à l’impudence, devenir impudent;
B. tr. (ao. ἐπέβησα, auquel ἐπιβιβάσκω ou ἐπιβάσκω servent de prés.);
I. faire marcher sur, faire mettre le pied sur le sol de : πάτρης OD de la patrie;
II. faire monter :
1 au propre ἐπ. τινὰ ἵππων IL faire monter qqn sur un char ; πολλοὺς πυρῆς IL faire monter beaucoup d’hommes sur le bûcher, càd faire périr beaucoup d’hommes;
2 fig. ἐπ. τινὰ εὐκλείης IL élever qqn jusqu’à la gloire ; σαοφροσύνης OD jusqu’à la sagesse;
Moy. ἐπιβαίνομαι faire monter sur : ὄχέων IL sur un char.
Étymologie: ἐπί, βαίνω.
English (Autenrieth)
fut. inf. ἐπιβησέμεν, aor. 1 ἐπέβησα, subj. ἐπιβήσετε, imp. ἐπίβησον, aor. 2 ἐπέβην, subj. du. ἐπιβῆτον, 1 pl. ἐπιβείομεν, mid. fut. ἐπιβήσομαι, aor. ἐπεβήσετο: set foot on, mount, go on board; w. gen. γαίης, ἵππων, νηῶν, εὐνῆς, Od. 10.334; πυρῆς, Il. 4.99; fig., ἀναιδείης ἐπιβῆναι, ‘tread the path of insolence,’ Od. 22.424, Od. 23.52; w. acc. Πιερίην, Ξ 22, Od. 5.50.—Aor. 1 and fut. act., causative, τινὰ ἵππων, make one mount the car, Il. 8.129 ; πυρῆς, of bringing men to their death, Il. 9.546 ; πάτρης, bringing one home, Od. 7.223; and fig., ἐυκλείης, σαοφροσύνης, Θ 2, Od. 23.13.
English (Slater)
ἐπιβαίνω (-βαίνει; aor. -έβᾶν, -έβᾶ; -έβᾶσε.)
1
a c. acc. set foot upon ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ἐπέβα νιν (= Δᾶλον). (v. l. ἐπιβαίνειν) fr. 33d. 4. met., touch upon πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“gleichzeitig ist πολλῶν auch Objekt zu βαλών” Radt, Mnem., 1966, 153) (N. 1.18) [ἐπέβα δὲ (coni. Wil.: ἕπεται δὲ codd.) (N. 10.37) ]
b come over (sc. as a cloud, so as to obscure) c. acc. ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος (O. 2.95) ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος (O. 7.45)
c c. dat., embark upon, attain to ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφάνεος (N. 3.20)
2 aor. 1 in causal sense, made to go upon c. acc. & gen. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας ( put him on the path of, Farnell) (I. 1.39)
English (Strong)
from ἐπί and the base of βάσις; to walk upon, i.e. mount, ascend, embark, arrive: come (into), enter into, go abroad, sit upon, take ship.
English (Thayer)
2nd aorist ἐπέβην; perfect participle ἐπιβεβηκώς;
1. to get upon, mount:;ἐπί τί, Xenophon, Hell. 3,4, 1, etc.; τῷ πλοίῳ (to embark in), Thucydides 7,70); εἰς τό πλοῖον, R G; used without a case, of going aboard (a ship), to go up: εἰς ἱεροσολυμα, L T Tr WH (yet others refer this to 2).
2. to set foot in, enter: εἰς with the accusative of place, Acts 25:1.
Greek Monolingual
ἐπιβαίνω (Α) βαίνω
1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο
2. βατεύω, οχεύω
μσν.- νεοελλ.
ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου
αρχ.-μσν.
1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], Θουκ.)
2. προχωρώ
3. κυριαρχώ, άρχω («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)
4. επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῑς Ἀχαιοῑς», Πλούτ.)
μσν.
1. καταλαμβάνω, κυριεύω («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῑοι ἀπολέσθωσαν»)
2. επεκτείνομαι («ὁ πόνος ἐπιβαίνει»)
αρχ.
1. καταπατώ, ποδοπατώ
2. ρίχνω όλο το βάρος του σώματός μου κάπου
3. αξιώνω περισσότερα
4. πλησιάζω, κοντεύω
5. τοποθετούμαι πάνω σε κάτι («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.)
6. έρχομαι σε μια ψυχική διάθεση («πᾱσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, Ομ. Οδ.)
7. φθάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», Πίνδ.)
8. μπαίνω κάπου με τη βία
9. κάνω κάποιον να ανεβεί, ανεβάζω («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», Ομ. Ιλ.)
10. κάνω κάποιον να φθάσει κάπου («ἀρχαίας ἐπέβασε πότμος συγγενὴς εὐαμερίας», Πίνδ.)
11. σηκώνω και καθοδηγώ («ἡώς, ἥ τε φανεῑσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, Ησίοδ.).