ὄζος

From LSJ
Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄζος Medium diacritics: ὄζος Low diacritics: όζος Capitals: ΟΖΟΣ
Transliteration A: ózos Transliteration B: ozos Transliteration C: ozos Beta Code: o)/zos

English (LSJ)

ὁ, Aeol. ὔσδος Sapph.93 :—

   A bough, branch, twig, Il.1.234, 2.312, al., Hes.Th.30, Pi.P.4.263, etc. : prop. the knot or eye from which a branch or leaf springs, Arist.Juv.468b25, Thphr.HP1.1.9, Aret.SD 2.9 ; τυφλοὶ ὄ. unproductive eyes, mere knots, Thphr.HP1.8.4 ; σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theoc.17.31 ; σάρκινος ὄ., of the ear, Emp. 99.    II metaph., offshoot, scion, ὄ. Ἄρηος, as epith. of famous warriors, Il.2.540, 12.188, al. ; τὼ Θησείδα ὄζω Ἀθηνῶν E.Hec.123 (anap.); χρυσοῦ ὄ. ἀδάμας ἐκλήθη Pl.Ti.59b. (Cf. Goth. asts, Germ. ast : in the phrase ὄζος Ἄρηος ὄ. perh. means follower, servant, cf. ὀζειέα and ἄοζος.)
ὄζος, Cret.,

   A = ὅσος, GDI4975,al. (Gortyn).

German (Pape)

[Seite 295] ὁ, Ast, Zweig, Schößling; ὄζῳ ἐπ' ἀκροτάτῳ, Il. 2, 312; μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους, 10, 467; σκῆπτρον οὔποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, 1, 234; εἰλατίνων ὄζων ἔπι, Eur. Bacch. 1068; – ὄζους δρυός, Pind. P. 4, 263; übertr., von Menschen, Sproß, ὄζος Ἄρηος, Il. 2, 540. l 2, 188 u. öfter, wie Eur. I. A. 202; τὼ Θησείδα, ὄζω Ἀθηνῶν, Hec. 125; χρυσοῦ ὄζος ἀδάμας ἐκλήθη, Plat. Tim. 59 b; von Bäumen, Theophr., nach dem es auch allgemein die Stelle am Gewächs ist, aus der ein Ast oder Blatt treibt oder treiben wollte, Auge, Knoten, daher ὄζος τυφλός, wenn der Trieb zurückbleibt, und sich ein Knoten im Holze bildet; τίπτε μετοκλάζεις πωτωμένη ὄζον ἀπ' ὄζου, von Zweig zu Zweig fliegend, Ep. ad. 397 (IX, 209).

Greek (Liddell-Scott)

ὄζος: Αἰολ. ὕσδος, (Σαπφὼ 94), ὁ, κλάδος, κλών, βλαστός, Ἰλ. Α. 234., Β. 312, κτλ., Ἡσ., Πίνδ. κτλ.˙ - κυρίωςκόμβοςὀφθαλμός, ἐξ οὗ φύεται τὸ φύλλον ἢ ὁ κλάδος, Λατιν. nodus, Ἀριστ. π. Νεότητ. 3. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9˙ τυφλὸς ὄζος, κόμβος, ἢ ὀφθαλμὸς ἄγονος, αὐτόθι, 1. 8, 4˙ σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Θεόφρ. 17. 31˙ - σάρκινος ὄζος, ἐπὶ τοῦ ὠτός, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 9. ΙΙ. μεταφ., βλαστός, ὄζος Ἄρηος, ὡς ἐπίθ. ἀνδρείων πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 540., Μ. 188, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὼ θησείδα, ὄζω Ἀθηνῶν Εὐρ. Ἐκάβ. 125˙ χρυσοῦ ὄζος ἀδάμας ἐκλήθη Πλάτ. Τίμ. 59Β. πρβλ. ἕρνος ΙΙ, θάλος. (Ἐπειδὴ τὸ ὄζος πρέπει νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ Γοτθ. ast (κλάδος), ὁ Κούρτ ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας αὐτοῦ πρὸς τὸ ὅσχος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pousse, branche ; rejeton.
Étymologie: DELG lat. nidus, de la R. *sed-, cf. ἕζομαι.

English (Autenrieth)

shoot, twig; fig., Ἀρηος, ‘scion of Ares,’ Il. 2.540, 745.

English (Slater)

ὄζος
   1 branch εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός (P. 4.263)