πημονή
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ἡ,
A = πῆμα, freq. in Trag., A.Pr.239 (pl.), 278, 308 (pl.), S.Tr.1189 (pl.), E.Fr.682; also ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ with hostile intent, Foed. ap. Th.5.18.
German (Pape)
[Seite 611] ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.
Greek (Liddell-Scott)
πημονή: ἡ, (πήμων) τύπος ἕτερος τοῦ πῆμα, ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει ὡσαύτως ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 c. πῆμα;
2 sujet d’affliction ; αἱ πημοναί les paroles propres à affliger.
Étymologie: πῆμα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.)
2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πῆμα πιθ. κατά το ἡδονή.