χωριστέον
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A one must separate, τι ἀπό τινος Pl.Plt.303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1, cf. Iamb.Protr.21.κγ. 2 χωριστέος, α, ον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.
Greek (Liddell-Scott)
χωριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χωρίζω, δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 326C.