κωτίλλω
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
English (LSJ)
only pres.,
A prattle, chatter, usu. with collat. notion of coaxing, wheedling, αἱμύλα κωτίλλουσα Hes.Op.374; μαλθακὰ κ. Thgn.852; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phoc.11; ἀνάνυτα κ. Theoc.15.87; ἑλικτὰ ἔπη Lyc.1466; κ. καὶ λιγαίνειν, of a speech in court, to be lively, tripping, D.H.Dem.44. II trans., cajole, beguile with fair words, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν Thgn.363; μὴ κώτιλλέ με tease me not by prating, S.Ant.756; τοιαῦτα κωτίλλουσα τὴν ἀχαΐνην Babr.95.87.
German (Pape)
[Seite 1547] schwatzen, plaudern, mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosen; αἱμύλα κωτίλλειν, von den Schmeichelreden eines buhlerischen Weibes, Hes. O. 376; μαλθακὰ κωτίλλειν, glatte Worte plaudern, Theogn. 850; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phocyl. bei Ath. X, 428 b; ἑλικτὰ κωτίλλουσ' ἔπη Lycophr. 1466; ἀνήνυτα Theocr. 15, 87; καὶ λιγαίνειν D. Hal. de vi Dem. 44; – τινά, beschwatzen, durch Geschwätz betrügen, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν, geschickt beschwatzte er den Feind, Theogn. 363; – μὴ κώτιλλέ με, belästige mich nicht mit deinem Geschwätz, Soph. Ant. 752.
Greek (Liddell-Scott)
κωτίλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· οὕτως, ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.
French (Bailly abrégé)
I. jaser, babiller;
II. 1 amuser par son babil, cajoler, séduire, acc.;
2 fatiguer de son bavardage, acc..
Étymologie: κωτίλος.
Greek Monolingual
κωτίλλω (AM) κωτίλος
φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.)
αρχ.
μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.).