ἄνους
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ουν, contr. for ἄνοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. ἄνοος.
Spanish (DGE)
v. ἄνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.