ἀράω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A plough, οὐδὲ τὰς ὁδὼς . . ἀρασόντι Tab.Heracl.1.133. (Cf. Lat. arare.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀράω: μέλλ. -ήσω, παλ. ῥῆμα = βλάπτω˙ οὐδὲ τὰς ὁδὼς τὰς ἀποδεδειγμένας ἀράσοντι οὐδὲ συνέρξοντι οὐδὲ κωλύσοντι πορεύεσθαι (τὸ ἀράσοντι Δωρ. ἀντὶ ἀρήσουσι) Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774.133: - ἄλλως εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. ἀρημένος [ᾱ] καὶ ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν γραμμ. βεβλαμμένος, ἅπαξ ἐν Ἰλ., ὁ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος Σ. 435˙ συχνότερ. ἐν Ὀδ. ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, καταπονημένος, (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου ludo fatigatumq. somno) 6. 2˙ τίπτε τόσον, Πολύφημ’ , ἀρημένος ὧδ’ ἐβόησας Ι. 403˙ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρήμενον Λ. 136˙ δύῃ ἀρημένον Σ. 53. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη).
French (Bailly abrégé)
= lat. arο.
Spanish (DGE)
• Morfología: [heracleota fut. 3a plu. ἀρασόντι TEracl.1.133 (IV a.C.)]
arar οὐδὲ τὰς hοδὼς ... ἀρασόντι no ararán los caminos, TEracl.l.c.
• Etimología: De la raíz *H2erHu̯2- a la esperable formación en -άω, frente a ἀρόω, q.u.