σπορητός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορητός Medium diacritics: σπορητός Low diacritics: σπορητός Capitals: ΣΠΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: sporētós Transliteration B: sporētos Transliteration C: sporitos Beta Code: sporhto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sown corn, growing corn, A.Ag.1392.    2 sowing of corn, τὸν σ. διακωλύειν X.HG4.6.13; also σ. ὀσπρίων Thphr.HP8.2.8.    3 seed-time, Hp.Hebd.4 (σποράτος cod.).

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, die Saat; Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητός, Aesch. Ag. 1365; ἕως τὸν σπορητὸν διακωλύσῃ, Xen. Hell. 4, 6, 13, das Säen.

Greek (Liddell-Scott)

σπορητός: -οῦ, ὁ, σῖτος ἐσπαρμένος, σῖτος φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἄμητος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 ensemencement;
2 semence.
Étymologie: σπορά.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το σιτάρι που έχει σπαρεί
2. η σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορτου σπείρω + -(η)τός, κατά τα ἀλοητός, ἀμητός].