ἀπεργασία
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ,
A finishing off, completing, of painters, πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl. Prt.312d; execution, workmanship, Arist.Po.1448b18. II causing, producing, ἀ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.4.62c; ἔργου, ὑγιείας, Euthphr. 13d, 13e; ἐνύλων εἰδῶν Iamb.Comm.Math.9. III working off of a debt, IG5(1).1390.77. IV ἡ ἀ. τῶν νόσων treatment, Pl.Alc.2.140b; τοῦ χώματος upkeep, POxy.729.8 (ii A. D.). V efficacy, ἡ ἐν ταῖς θυσίαις ἀ. Iamb.Myst.5.8, al.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, 1) die Ausarbeitung, εἰκόνων Plat. Prot. 312 d, öfter; Erwerbung, χάριτος καὶ ἡδονῆς Gorg. 462 c. – 2) Wirkung, νόσων Alc. II, 140 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεργασία: ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, ἀποπεράτωσις ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. ἀπεργάζομαι. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. ἐργασία, ἀσχολία, ἐπιτήδευμα, ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας αὐτῶν, θεραπεία, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 travail pour finir, achèvement;
2 action de produire, production, cause;
3 maniement d’une affaire ; particul. traitement d’une maladie.
Étymologie: ἀπεργάζομαι.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I c. gen. obj. o abs.
1 realización, ejecución en pintura πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl.Prt.312d
•en el teatro puesta en escena περὶ τὴν ἀ. τῶν ὄψεων Arist.Po.1450b19, οὐχ ᾗ μίμημα ποιήσει τὴν ἡδονὴν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀ. ἢ τὴν χροιὰν ἢ διὰ τοιαύτην τινα ἄλλην αἰτίαν (el placer artístico no se logra) por la representación en cuanto tal sino gracias a la puesta en escena, al color o a cualquier otra causa Arist.Po.1448b18
•en medic. tratamiento (τῶν νόσων) Pl.Alc.2.140b.
2 producción, consecución, logro χάριτός τινος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.462c, εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ...; εἰς ὑγιείας Pl.Euthphr.13d, cf. e, ἐν ταῖς θυσίαις Iambl.Myst.5.8, τῶν ἐνύλων εἰδῶν Iambl.Comm.Math.9.
II c. gen. subj. o abs.
1 trabajo, POxy.1546.3 (III d.C.), PAlex.inv.602 (p.30), ὄνων θηλίων PMich.620.249 (III d.C.).
2 pago mediante el trabajo, prestación, IG 5(1).1390.78 (I a.C.), POxy.729.8 (II d.C.), PWisc.9.25 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἀπεργασἰα, η (Α)
1. αποπεράτωση, εκτέλεση
2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα
3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι
4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας.