θάομαι
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
a form needlessly invented to expl. the foll. Dor. forms of θᾱέομαι (q.v.), in which θᾱ- is contr. fr. θᾱε (ο)- and θᾱη-: 1pl.
A θάμεθα Sophr.85: 2pl. θᾶσθε (Megar.) Ar.Ach.770; imper. θάεο APl.4.306, AP6.354 (Nossis); part. θάμενος, ταὶ θάμεναι τὰ Ἴσθμια, title of mime by Sophron, Arg.Theoc.15; θασεῖσθε Call.Cer.3: fut.part. θασόμενος Theoc.15.23: aor. imper. θᾶσαι Epich.114, Theoc.1.149, 3.12; inf. θάσασθαι Id.2.72; part. θασάμενος Tab.Heracl.1.118. II Act. only in part., θάοντα· διδάσκοντα, θεωροῦντα, Hsch., and Lacon. 1pl. impf. ἔσᾱμεν (i.e. ἔθᾱμεν),= ἐθεωροῦμεν, Id.
German (Pape)
[Seite 1186] (vgl. θεάομαι u. θηέομαι), fut. θήσομαι, dor. θάσομαι, aor. θήσασθαι, anstaunen, bewundern, ἄμβροτα δῶρα δίδου, ἵνα μιν θησαίατ' Ἀχαιοί Od. 18, 191; übh. betrachten, anschauen, θάεο Nossis 8 (VI, 354), öfter in der Anth.; θᾶσθε für θεᾶσθε sagt der Megareer bei Ar. Ach. 735; θάσασθαι Theocr. 2, 72; θασόμεναι 15, 23; aber θασεῖσθε Callim. Cer. 3; imper. aor. θᾶσαι, Epicharm. bei Ath. III, 86 a; Sophron ib. 106 e; Theocr. 1, 149. 3, 12. – Es ist nur poetisch, bes. dorisch, vgl. Coen zu Greg. Cor. p. 222. – Als verlängerte Formen hiervon sind θεάομαι u. θηέομαι zu betrachten. Verwandt θάμβος, θαῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
θάομαι: ἀόρ. ἐθησάμην, ἀποθ. (Ἐκ. √ΘΑϜ παράγονται ὡσαύτως Δωρ. θᾶμια, θαέομαι, (Ἰων. θηέομαι), θεάομαι, (ὃ ἴδε), θέα, θέατρον, θεωρός, θαῦμα· πρβλ. Σλαυ. divesa (θαυμάσια), Λιθ. dýv-as (θαῦμα), κτλ.) Θαυμάζω πρός τι, ἐκπλήττομαι, ἄμβροτα δῶρα δίδου ἵνα μιν θησαίατ’ Ἀχαιοὶ Ὀδ. Σ. 191. 2) βραδύτερον, βλέπω ἀτενῶς, θεῶμαι, συνήθ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Δωρ. διαλ., α΄ πληθ. θάμεθα Σώφρων 42 Ahr.· β’ πληθ. θᾶσθε (Μεγαρ.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 770· προστ. θάεο Ἀνθ. Πλαν. 306· θασεῖσθε ἀναγιγνωσκόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 3· μετοχ. μέλλ. θασόμενος Θεόκρ. 15. 23· ἀόρ. προστ. θᾶσαι, Ἐπίχ. 78 Ahr., Ἀριστοφ. Θεσμ. 280, Θεόκρ. 1. 149., 3. 12· ἀπαρ. θάσασθαι Θεόκρ. 2. 72· μετοχ. θασάμενος Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 118. II. τὸ ἐνεργ. α΄ πληθ. τοῦ παρατ. ἔσᾱμεν (δηλ. ἔθᾱμεν) = ἐθεωροῦμεν, παρὰ τοῖς Λάκωσιν, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
inf. θῆσθαι, ao. poét. θησάμην;
regarder, contempler, admirer.
Étymologie: v. θεάομαι.
2seul. Moy. prés. et ao.
1 sucer;
2 traire.
Étymologie: R. Θα, sucer ; cf. θηλή, θῆλυς, lat. felare.
English (Autenrieth)
(1), aor. opt. 3 pl. θησαίατο: admire, Od. 18.191†.
(2), inf. θῆσθαι, aor. θήσατο: suck, Il. 24.58; milk, Od. 4.89.
Greek Monolingual
θάομαι (Α)
1. εκπλήσσομαι, απορώ
2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. του θαέομαι (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα- < θᾱε(ο) και θᾱη- με συναίρεση].