ἀσύμφωνος
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον,
A not harmonious, Pl.R.402d; χορδή D.H. Comp.11. 2 metaph., discordant, at variance, ἐμαυτῷ Pl.Grg. 482c; ἕξεις Ocell.4.13; πρὸς ἀλλήλους Act.Ap.28.25, Arr.An.Prooem. (Comp.). Adv. -νως Pl.Lg.860c; τοῖς αὐτοῖς Arg.Str.I. II not speaking the same language, πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.262d, cf. Lg.777d; ἀ. ταῖς διαλέκτοις D.S.17.53.
German (Pape)
[Seite 380] 1) nicht dieselbe Sprache redend, ἄμικτα καὶ ἀσύμφ. πρὸς ἄλληλα Plat. Polit. 262 d; vgl. Legg. VI, 777 d. – 2) nicht im Einklang, χορδὴν κρούειν D. Hal. C. V. 11; nicht übereinstimmend, uneins, τινί Plat. Gorg. 482 c; πρὸς ἀλλήλους N. T.; καὶ ἀνάρμοστος Plut. Agis 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμφωνος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφωνος, ον, μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, μὴ ἁρμονικός, Πλάτ. Πολ. 402D· χορδὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. 2) μεταφ. ὡς καὶ νῦν, ὁ διαφωνῶν πρός τινα, ἑμαυτῷ ἀσύμφωνον εἶναι καὶ ἐναντία λέγειν Πλάτ. Γοργ. 482C· πρὸς ἀλλήλους, Πράξ. Ἀπ. κη΄, 25: - Ἐπίρρ. ἀσυμφώνως Πλάτ. Νόμ. 860C. ΙΙ. μὴ λαλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, πρός τινα ὁ αὐτ. Πολιτικ. 262D, πρβλ. Νόμ. 777D· ἀσ. ταῖς διαλέκτοις Διόδ. 17, 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
discordant ; fig. qui ne s’accorde pas, en désaccord.
Étymologie: ἀ, σύμφωνος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): át. ἀξύμ-
I 1que no habla la misma lengua, γένη ... ἀσύμφωνα πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.262d, cf. Lg.777d, ἔθνος ἀ. ταῖς διαλέκτοις D.S.17.53.
2 mús. disonante φθόγγος Aristox.Harm.37.13, 67.11, σύστημα Aristid.Quint.14.10, διάστημα Aristid.Quint.106.29
•de las cuerdas de un instrumento desafinado D.H.Comp.11.8, Arr.Epict.3.16.5.
II fig.
1 ref. a un conjunto falto de armonía, inarmónico εἰ δὲ ἀσύμφωνος εἴη ref. a pers., Pl.R.402d, cf. Luc.Par.28, μηδὲν ἀσύμφωνον ἐν τοῖς συνεστηκόσιν ἐστὶ κατὰ φύσιν nada hay inarmónico en cosas que se combinan conforme a la naturaleza Plot.2.1.2, cf. Ph.2.268.
2 ref. a distintos elementos discordante, discrepante c. dat. o prep., de pers. ἐμαυτῷ Pl.Grg.482c, πρὸς ἀλλήλους Act.Ap.28.25, ἐς ἀλλήλους Arr.An.proem.2
•de cosas y abstr. ἀσύμφωνα τὰ σχήματα τοῖς σώμασιν las figuras no corresponden al cuerpo Arist.Cael.306b30, abs. δόξαι Thphr.CP 1.22.4, ἕξεις Ocell.56, κρίσεις S.E.M.11.89, λοιπογραφία PBeatty Panop.1.104 (III d.C.), δόγματα Iren.Lugd.Ep.Flor. en Eus.HE 5.20
•neutr. subst. τὰ τῶν γραφῶν ἀσύμφωνα πειρῶνται μεταρρυθμίζειν Clem.Ep.Petr.1.4.
3 inadecuado, incompatible c. dat. (σπέρματα) ἀσύμφωνα τῇ χώρᾳ (semillas) no adecuadas al suelo Thphr.HP 8.8.1, cf. CP 1.13.4.
4 disputado, discutido χόρτος ἀ. forraje en disputa, PMich.581.18 (II d.C.).
III adv. -ως
1 en desacuerdo ἀ. τοῖς αὐτοῖς Str.1.argumen., ἀ. τῇ φύσει Arr.Epict.1.4.14, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).264.
2 fig. absurdamente ἀ. προσαγορεύειν Pl.Lg.860c.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and σύμφωνος; inharmonious (figuratively): agree not.
English (Thayer)
ἀσύμφωνον, not agreeing in sound, dissonant, inharmonious, at variance: πρός ἀλλήλους (Diodorus 4,1), Josephus, contra Apion 1,8, 1); Plato, Plutarch, (others.).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύμφωνος, -ον, Α και ἀξ-)
αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικός
νεοελλ.
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιον
αρχ.
1. μη αρμονικός, παράφωνος
2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον.